Το «υπάρχουν και χειρότερα» µε κυνηγάει από παιδί. Στο βάθος του µυαλού µου λιµνάζει στον πάτο του πιάτου µε τον τραχανά που έπρεπε να φάω µικρή, επειδή τα παιδιά στην Αφρική πεινάνε και πεθαίνουν.

Εµφανίζεται κάθε φορά που θέλω να βρίσω το κράτος για την ασυδοσία του, την Εφορία για την ακριβοπληρωµένη στραβοµάρα της και το πολιτικό σύστηµα που ανέβασε τη βλακεία στην εξουσία.

Κάθε χρόνο βλέπω τους φόρους να αυγατίζουν αλλά τα έργα να αργούν, να µάς ληστεύουν και συνάµα να λιγοστεύουν. Οι τιµές πήρανε την ανηφόρα και µεις τα πόδια για τη δουλειά, αφού η βενζίνη κοστίζει πια όσο η πρώτη δόση του αυτοκινήτου.

Και καλά όσοι έχουµε δουλειά, πάµε, βογκάµε και δεν παραπονιόµαστε που κακοπληρωνόµαστε γιατί υπάρχουν και χειρότερα. Από το πρωί µέχρι το βράδυ για το φαΐ, τη ΔΕΗ, το νοίκι και τα τσιγάρα. Και για τη σύνταξη λέγαµε κάποτε. Δουλεύαµε για τα χρυσά γεράµατα. Για την εποχή που πιστεύαµε πως θα ερχόταν και εµείς θα καθόµασταν και θα πληρωνόµασταν.

Την ξεγράψαµε και µάς ξέγραψε. Δεν φωνάζουµε, δεν διαδηλώνουµε, δεν απαιτούµε και δεν αντιδρούµε γιατί υπάρχουν και χειρότερα. Υπάρχει ο γείτονας που ξεσπιτώνεται αφού έχασε τη δουλειά του. Ο αγρότης που ξεψυχάει στο ασθενοφόρο επειδή το νοσοκοµείο απέχει µισή µέρα από το χωριό του. Ο µετανάστης που τσακίζεται στην οικοδοµή και τον στέλνουν πακέτο πίσω στην πατρίδα του. Οι ζωντανοί νεκροί στην Αγίου Κωνσταντίνου που παζαρεύουν νυχθηµερόν τη δόση τους και οι αγιορείτες µοναχοί που κάνουν µπίζνες στα υπουργικά γραφεία.

Φτάσαµε να ζούµε σε έναν τόπο που µισούµε. Σαν τον τραχανά που δεν έλεγε να κατέβει από το στόµα κάτω, µπουκώνοµαι καθηµερινά µε Ελλάδα κι αρρωσταίνω. Κι αν υπάρχουν και χειρότερα είµαι σίγουρη πως κάπου εδώ πέρα κρύβονται γιατί τουλάχιστον για µένα χειρότερα δεν γίνεται!