Η κατά άλλους συμπαθής τάξη των ταξιτζήδων μού καθόταν παιδιόθεν στο στομάχι. Μέχρι που απήργησε.

Δεν ήταν, φυσικά, η πρώτη φορά, αλλά ήταν καταλυτική για το θυμικό μου. Βλέπετε οι δρόμοι είχαν λιγότερα αυτοκίνητα καίτοι την ίδια κίνηση.

Με μία ιδιαίτερη αδυναμία στους γρίφους εξ απαλών ονύχων τα έφαγα όλα- κολλημένη στο τιμόνι- προκειμένου να λύσω το μυστήριο. Και η αποκάλυψη ήρθε μέσα στην κάπνα των καυσαερίων και τα παρατεταμένα κορναρίσματα.

Σημαντική παρατήρηση που με βοήθησε στο ξετύλιγμα του μίτου ήταν η απότομη αύξηση του ορίου ηλικίας των οδηγών τις ημέρες της απεργίας των ταξί. Οι υπερήλικοι είχαν υπερκεράσει τους μεσήλικους και η ταχύτητα μέσα στην πόλη ήταν αισθητά μειωμένη. Τα φρένα σε αγαστή συνεργασία με το γκάζι εναλλάσσονταν σπασμωδικά και απροσδόκητα, ενώ όταν έβλεπες σωστά αναμμένο το φλας, δεν πίστευες στα μάτια σου. Και καλά έκανες- 9 στις 10 φορές ήταν οφθαλμαπάτη.

Κι αν αγανακτούσα κατά μέσο όρο δις ημερησίως για τις παραβάσεις των ταξιτζήδων με πρόσχημα το μεροκάματο, τις προηγούμενες μέρες τους συγχώρησα διά βίου. Καλύτερα το ταξί να σου κλείνει για δύο λεπτά τον δρόμο, παρά οι νταλίκες και τα φορτηγά που διαπιστώνουν πάντοτε εκ των υστέρων ότι δεν χωρούν να περάσουν. Καλύτερα οι υπερήλικοι κι ανίδεοι γιωταχήδες να παίρνουν ταξί παρά τα αυτοκίνητά τους, που δεν ξέρουν τι να τα κάνουν και συνήθως τους πηγαίνουν αντί να τα πηγαίνουν.

Δυστυχώς, η λύση του μυστηρίου δεν είναι, τελικώς, άλλη από αυτήν που γνωρίζουμε όλοι και παραβλέπουμε, επιμελώς. Τα φακελάκια αγόρασαν τα διπλώματα οδήγησης των τελευταίων ετών και ο δημόσιος κίνδυνος έπαψε να είναι κίτρινος. Είναι, απλά, παντού.