Αναμφισβήτητα, η λειτουργία της διανομής ποτέ δεν υπήρξε η πλέον γοητευτική του Τύπου. Τόσο σε επίπεδο κοινής γνώμης όσο και στο εσωτερικό κάθε εντύπου, πολύ μεγαλύτερη σημασία δινόταν – και δίνεται- στο ρεπορτάζ, στην αίθουσα σύνταξης και στον σχεδιασμό του προϊόντος. Η φυσική διακίνησή του χρονίως αποτελούσε ανιαρό αντικείμενο, ακόμα και εάν συνιστά διαχρονική πληγή του κλάδου- όχι μόνο γιατί είναι χρονοβόρα και δαπανηρή, αλλά διότι τούτες οι αδυναμίες διογκώθηκαν με την εμφάνιση της ελεύθερης ραδιοτηλεόρασης, με περιεχόμενο άμεσης διαθεσιμότητας και ισχυρού πλουραλισμού. Σε πολλές χώρες, η λύση που έχει προκύψει αφορά κοινοπραξίες εκδοτών- σχήματα που βελτιώνουν πολύ τη λειτουργία της διανομής χωρίς όμως να λύνουν το εγγενές μειονέκτημα του Τύπου.

Γι΄ αυτό και για πολλούς η νέα ψηφιακή εποχή που ανέτειλε για τον Τύπο προ δεκαετίας, αυτή των ηλεκτρονικών εκδόσεων, ενείχε και μία μεγάλη υπόσχεση: τη μακροπρόθεσμη απαλλαγή του κλάδου από μία δαπάνη που- μαζί με την εκτύπωση- επιβάρυνε πάρα πολύ τις εκδοτικές επιχειρήσεις. Η έμφαση πλέον θα μεταφερόταν στο περιεχόμενο και ο Τύπος θα μπορούσε να επενδύσει περισσότερο στην ουσία της αποστολής του: στη δημοσιογραφία. Ωστόσο, η πραγματικότητα αποδείχθηκε αρκετά πιο περίπλοκη: οι εκδότες μπορεί θεωρητικά να μη χρειάζονται φορτηγά και εφημεριδοπώλες για να μεταφέρουν το προϊόν τους στον αναγνώστη, όμως και στη νέα ψηφιακή αγορά προέκυψαν τοις πράγμασι ενδιάμεσοι που δυσχεραίνουν τη «διακίνηση» των ηλεκτρονικών εκδόσεων. Στο Ίντερνετ τούτοι είναι οι παγκόσμιες πύλες και μηχανές αναζήτησης μέσω των οποίων ξεκινούν την «πλοήγηση» τους οι περισσότεροι χρήστες (με τον Τύπο να προσδοκά σχετικές παραπομπές), ενώ στις νέες συσκευές όπως το κινητό τηλέφωνο ή τα ηλεκτρονικά βιβλία τύπου Κindle ρόλο ενδιάμεσου παίζουν τόσο οι κατασκευαστές όσο και οι ιδιοκτήτες δικτύων- που, επιπρόσθετα, ελέγχουν τη σχέση με τον χρήστη (και, καίρια, τα στοιχεία που απορρέουν από αυτή), την πώληση διαφήμισης, αλλά και την τεχνολογία στο σύνολό της. Τούτη η απουσία ελέγχου στη διανομή και διάθεση του προϊόντος έχει γίνει πλέον αντιληπτή από τους εκδότες, που σπεύδουν να αναθεωρήσουν την πολιτική προσήλωσης στο περιεχόμενο. Τα μέτρα που συζητώνται ή εξαγγέλλονται ποικίλουν: ο Ρούπερτ Μέρντοκ απειλεί να αποσύρει τις ιστοσελίδες των εντύπων του από την κραταιά μηχανή αναζήτησης Google- ώστε οι χρήστες να είναι «υποχρεωμένοι» να τις επισκέπτονται απ΄ ευθείας και όχι ενδιαμέσως- ενώ μία κοινοπραξία σημαντικών εκδοτών (Τime, Ηearst, Μeredith, Conde Νast, Νews Corp) προετοιμάζει ένα κοινό ψηφιακό περίπτερο, το οποίο θα διαχειρίζεται από κοινού τη διάθεση και πώληση των ηλεκτρονικών τους εκδόσεων. Επιπρόσθετα, ο όμιλος Ηearst εισέρχεται και στην αγορά των συσκευών, αφού ανακοίνωσε το λανσάρισμα προσεχώς ενός ηλεκτρονικού βιβλίου που- λέγεται- θα είναι φιλικότερο για την ανάγνωση περιοδικών και εφημερίδων.

Εν τούτοις, η επιτυχία αυτών των πρωτοβουλιών δεν είναι καθόλου βέβαιη για τρεις λόγους: πρώτον, δεν είναι διόλου σίγουρο πως οι εκδότες έχουν τόσο τις συγκεκριμένες τεχνολογικές δεξιότητες όσο και την ευρύτερη ψηφιακή τεχνογνωσία (εφόσον η προσοχή τους παραμένει εν πολλοίς στραμμένη στην έντυπη πλατφόρμα, αυτή που φέρνει την πλειονότητα των εσόδων) για να παρέχουν υπηρεσίες αιχμής, ειδικά σε σχέση με εξειδικευμένους παίκτες του χώρου. Κατά δεύτερο λόγο, πιθανόν υπερεκτιμούνλόγω χρόνιας έπαρσης- τη διαπραγματευτική τους ισχύ απέναντι στους «ψηφιακούς ενδιάμεσους». Τέλος, η εμπειρία έχει δείξει πως το γονίδιο της συνεργασίας δεν υφίσταται εν αφθονία στον εκδοτικό χώρο- τα αποτυχημένα σχετικά παραδείγματα είναι σαφώς υπεράριθμα των επιτυχημένων. Ίσως, εν τούτοις, αυτή τη φορά- κυρίως λόγω των σημαντικών αλλαγών που επιταχύνει η οικονομική κρίση- τα πράγματα να εξελιχθούν διαφορετικά. Και να μη δικαιωθεί ο «Εconomist», που πρόσφατα σχολίασε τα κοινά ψηφιακά εγχειρήματα του κλάδου «ως προσπάθεια εποικισμού μίας χώρας που δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί»…

Ο Κωνσταντίνος Καμάρας είναι σύμβουλος της Διεθνούς Ένωσης Εφημερίδων και μέλος Δ.Σ. του ΙΑΒ Εurope, πανευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαδραστική επικοινωνία.

ΣΧΟΛΙΑ…

Τα κοινά ψηφιακά εγχειρήματα των εκδοτών χαρακτηρίστηκαν από τον «Εconomist» ως «προσπάθεια εποικισμού μίας χώρας που δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί»…