Και οι ξένοι ήσαν μια κάποια λύσις. Δούλευαν, έκλεβαν, έρχονταν, έφευγαν, κυρίως, όμως, έφταιγαν. Για τα μαύρα μας χάλια, τη μαύρη εργασία, τη μαύρη υγεία και τη μαύρη οικονομία. Η γλώσσα έβαζε κάποτε σύνορα και έφτιαχνε βαρβάρους, παρακατιανούς, άξεστους, αριστοκράτες, ευγενείς και λόγιους. Έφθανε μία πρόταση για μία προγραφή. Μετά η πρόταση έγινε υπόσχεση και παραγραφή.

Κουρσάροι, νομάδες, γαιοκτήμονες, έμποροι, στρατιώτες και καπεταναίοι πάσχισαν, σφάχτηκαν, δώρισαν, πούλησαν, αγόρασαν και έφτιαξαν τη χώρα μου. Ένα τεράστιο μωσαϊκό σε μια σταλιά τόπο.

Βλάχοι, Σαρακατσάνοι, Αρβανίτες, Πόντιοι, Κρητικοί, Ρουμελιώτες, Ηπειρώτες, Μακεδόνες, Μανιάτες και τόσοι άλλοι μαζί έκαναν τη Βαβυλωνία πατρίδα μας γιατί μάς έδωσαν παιδεία και όχι γλώσσα ελληνική.

Και τότε οι χαίνουσες πληγές ήταν ορατές, απτές και ζωντανές. Και δεν σκοτίζονταν οι άνθρωποι για τα σόγια των μανάδων τους, αν κρατούσαν από τον Περικλή, τον Λεωνίδα, τον Μπαρμπαρόσα ή τον Κωνστάντιο τον Χλωρό.

Επειδή δεν είναι τα γράμματα, δεν είναι οι ρίζες των λέξεων, ούτε ο τρόπος γραφής και η εκφορά του λόγου που φτιάχνει τους Έλληνες. Είναι η καλημέρα στον γείτονα, το καφεδάκι που βράζει στο μπρίκι και χύνεται γιατί πιάνουμε κουβέντα. Η γυναικοπαρέα που ανενόχλητη ξεκαρδίζεται στα γέλια, τρεις το πρωί, σε κάποιο σοκάκι της Πλάκας και τα παιδιά που κάνουν πρόβα με δικούς τους στίχους και μουσική σε διαμερίσματα, αποθήκες και πλατείες.

Είναι το μοναδικό κι απολύτως ελληνικό: τι να σε φιλέψω ξένε;

Χωρίς φόβο στα μάτια, χωρίς μπαμπούλες και εφόδους. Είναι το ανακαινισμένο Εθνικό Θέατρο στην Αγίου Κωνσταντίνου που περιμένει κόσμο για να ανθήσει ξανά γύρω η περιοχή του που θελήσαμε και αφήσαμε να γίνει γκέτο. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, όπως έγραψε ο Κάλβος. Δεν έχει ανάγκη πιστοποιητικών, αστυνομικών ή βαρβάρων. Να παιδευτούμε, να εκπαιδεύσουμε και να πορευτούμε αλληλέγγυοι, τολμηροί, ελεύθεροι και ωραίοι σαν Έλληνες.