Η εμφάνιση του Πρωθυπουργού στις Βρυξέλλες ήταν οπωσδήποτε εντυπωσιακή. Ο Γιώργος Παπανδρέου μίλησε εκ βαθέων στους Ευρωπαίους ηγέτες που τον άκουσαν σιωπηλοί. Ο τίτλος των «Financial Τimes» την επόμενη μέρα ήταν χαρακτηριστικός: «Η Ελλάδα παραδέχεται τη διάβρωσή της από τη διαφθορά». Η χώρα μιλάει με το στόμα του Πρωθυπουργού της. Η ωμή ειλικρίνεια είναι ασυνήθιστη στις διεθνείς πολιτικές συναντήσεις. Ωστόσο, μπορεί να είναι αξιέπαινη αν είναι λειτουργική, δηλαδή αν εντάσσεται σε ένα πλαίσιο συνεκτικών πεποιθήσεων και σχεδιασμών που καταλήγουν σε συγκεκριμένη δράση λαμβάνοντας υπόψη το διεθνές περιβάλλον.

Με την ομιλία του στους Ευρωπαίους ομολόγους του και με τη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, ο Έλληνας Πρωθυπουργός άνοιξε έναν κύκλο εθνικής ενδοσκόπησης. Η συζήτηση μεταφέρεται από σήμερα στην Αθήνα. Από τον «εθνικό διάλογο» με τους κοινωνικούς εταίρους και μεταξύ των πολιτικών αρχηγών θα έπρεπε να ελπίζουμε δύο πράγματα: Πρώτον, ότι δεν θα μείνει στα στερεότυπα. Δεύτερον, ότι θα είναι σύντομος. Σε κάθε περίπτωση, την ευθύνη της πολιτικής διεύθυνσης της χώρας, δηλαδή την ευθύνη των αποφάσεων, την έχει η εκλεγμένη κυβέρνηση. Η επιδίωξη γενικών συναινέσεων και η φιλοσοφική αναζήτηση στα εθνικά μας εσώψυχα δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι πολιτικής απραξίας. Κυρίως, όμως, αφού επιλέξαμε την οδό της ειλικρίνειας, ας τη βαδίσουμε μέχρι τέλους. Δεν θα πάρει πολύ χρόνο. Η οδός είναι σύντομη.

Οι διαπιστώσεις του Πρωθυπουργού είναι βάσιμες. Η άρνησή του να μειώσει τις αμοιβές στον δημόσιο τομέα είναι κατανοητή εφόσον αυτές θεωρούνται χαμηλές για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Ωστόσο το πρόβλημα των μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου σχετίζεται λιγότερο με το ύψος των ατομικών απολαβών και περισσότερο με το μέγεθος της συνολικής δημόσιας δαπάνης: το κράτος δαπανά από λίγα σε πάρα πολλούς δημόσιους υπαλλήλους, πολύ περισσότερους απ΄ όσους χρειάζεται (και χωρίς να διαθέτει αυτούς που χρειάζεται στις κατάλληλες θέσεις). Επιπλέον, μεταξύ των αμειβομένων από το Δημόσιο υπάρχουν τεράστιες ανισότητες, αποτέλεσμα των πελατειακών σχέσεων των πολιτικών με συντεχνίες και άλλες ομάδες πίεσης. Κανείς δεν έχει συνολική εικόνα της κατάστασης για την οποία στις βασικές αμοιβές πρέπει να αθροιστούν τα πιο απίθανα επιδόματα.

Αν ο δημόσιος τομέας νοσεί από υπερτροφία και αναποτελεσματικότητα, ο ιδιωτικός τομέας έχει τις δικές του, εν πολλοίς συμπληρωματικές, παθογένειες. Πέρα από την πολύ χαμηλότερη μέση αμοιβή των μισθωτών, η εκτεταμένη γκρίζα περιοχή του ιδιωτικού τομέα έχει δύο, επίσης συμπληρωματικές, όψεις: τη φοροδιαφυγή και τη μαύρη, δηλαδή ανασφάλιστη, εργασία.

Το κυβερνητικό επιτελείο δεν δείχνει να έχει συνειδητοποιήσει τη σχέση ανάμεσα σε μια νέα, και δικαιότερη, φορολογική πολιτική και σε μια πιο πραγματιστική πολιτική για την αγορά εργασίας. Αναρωτιέται κανείς για την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στο πλήθος των αυτοαπασχολουμένων και των πολύ μικρών επιχειρήσεων αφενός και στη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή αφετέρου; Η ριζική μεταβολή του φορολογικού συστήματος θα προκαλέσει τεκτονικές αλλαγές στην ιδιωτική εργασία. Θα λυθούν, άραγε, τα προβλήματα υποχρεώνοντας τους εργοδότες να προσλαμβάνουν τους εργαζομένους με «μπλοκάκι» ή μήπως θα οδηγηθούμε σε αύξηση της ανεργίας και της αδήλωτης εργασίας;

Στην Ελλάδα, δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε μια ισορροπία μεταξύ της προστασίας της σταθερής εργασίας και της κινητικότητας που είναι απαραίτητη για τη μετάβαση των ανθρώπων, και κυρίως των νέων, από την ανεργία στην εργασία. Μάλλον, πρέπει να ξανασκεφτούμε συνολικά τη δομή του ιδιωτικού τομέα, αν πρόκειται να προσελκύσουμε επενδύσεις και αν έχουμε αποφασίσει να μειώσουμε τον δημόσιο τομέα, στην ευρύτερη περιοχή του οποίου συσσωρεύονται οι προκλητικότερες περιπτώσεις κρατικής σπατάλης.

Όλα αυτά αφορούν πάρα πολύ κόσμο, τον οποίο είναι ίσως λάθος να αποκαλούμε «κοσμάκη». Η ρητορική των άμεσων μεταβιβάσεων από τους λίγους κακούς «έχοντες» στους πολλούς αθώους «μη έχοντες» (στους οποίους, μάλιστα, συμπεριλαμβάνονται συλλήβδην τα «μεσαία στρώματα») εμπεδώνει μια στρεβλή εικόνα για την ελληνική πραγματικότητα. Δυστυχώς, στο σύνολο του πολιτικού φάσματος, ιδιαίτερα μετά την επικράτηση Σαμαρά στη Ν.Δ., φαίνεται να διαμορφώνεται μια οριζόντια λαϊκίστικη συναίνεση. Και είναι αμφίβολο αν αύριο οι πολιτικοί αρχηγοί θα φτάσουν να αναρωτηθούν για την αιτιώδη διαχρονική σχέση μεταξύ λαϊκισμού και διαφθοράς. Το πιθανότερο είναι ότι θα αρκεστούν να διαφωνήσουν στη «φιλολαϊκή» πλειοδοσία. Τα όρια της εθνική μας ενδοσκόπησης θα αποδειχθούν ξανά απολύτως πεπερασμένα.

Στο πλαίσιο αυτό, οι αναφορές του Πρωθυπουργού στο ενδεχόμενο «άρσης της εθνικής κυριαρχίας» κινδυνεύουν να επιτείνουν την εθνική μας σύγχυση, αν συνδυαστούν με τον επαπειλούμενο ακρωτηριασμό των χεριών μας από τις διεθνείς αγορές, όπως δηλώνει σε χθεσινή της συνέντευξη η υπουργός Οικονομίας («αν τους δώσουμε το ένα χέρι, θα μας κόψουν και το άλλο»). Πώς θα καταφέρουμε να πραγματοποιήσουμε τις «απεριόριστες» δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, με τα δυο χέρια πλεγμένα πίσω από την πλάτη μας, παραμένει ένα εξόχως ελληνικό πρόβλημα.

ΣΤΡΕΒΛΗ ΕΙΚΟΝΑ

Η ρητορική των άμεσων μεταβιβάσεων από τους λίγους κακούς «έχοντες» στους πολλούς αθώους «μη έχοντες» (στους οποίους, μάλιστα, συμπεριλαμβάνονται συλλήβδην τα «μεσαία στρώματα») εμπεδώνει μια στρεβλή εικόνα για την ελληνική πραγματικότητα