Ανεξάρτητα από βραχυπρόθεσμες τάσεις και συνθήκες, το πλαίσιο στρατηγικής του Τύπου την τελευταία δεκαετία δεν έχει αμφισβητηθεί από ειδήμονες ή ανθρώπους του κλάδου. Τούτο συνίσταται αφενός στη διαχείριση της φάσης «ωριμότητας» του έντυπου προϊόντος και αφετέρου στην επένδυση στα νέα Μέσα, με επίκεντρο το Διαδίκτυο. Οι λόγοι πολλοί και προφανείς: η κυκλοφορία του εντύπου είναι μακροπρόθεσμα φθίνουσα, το ίδιο και το μερίδιο διαφημιστικής δαπάνης ενώ, εν μέσω οικονομικής ύφεσης, τα διαφημιστικά έσοδα καταγράφουν πτώση και σε απόλυτους αριθμούς. Παράλληλα, το βιομηχανικό μοντέλο παραγωγής- με το υψηλό κόστος και την πολύπλοκη διαδικασία εκτύπωσης και διανομής- φαντάζει απαρχαιωμένο. Αντίθετα, το Ιnternet επιδεικνύει διαρκή αύξηση χρηστών και διαφημιστικής απορρόφησης, ουσιαστικά έχει υφαρπάξει πλήρως τη ζωτική αγορά των μικρών αγγελιών, ενώ προκύπτει ξεκάθαρα ως το ιδανικό Μέσο για ενημέρωση τις ώρες εργασίας. Έτσι, η πραγματική ανησυχία των εκδοτών και δημοσιογράφων τα τελευταία χρόνια δεν είναι τόσο η γενική κατεύθυνση του κλάδου όσο το κατά πόσο ο Τύπος διαθέτει τις δεξιότητες να επιτύχει σε ένα ιδιαίτερα ξεχωριστό νέο περιβάλλον, όπου η έμφαση δεν είναι τόσο στην εγγενή ποιότητα της αρθρογραφίας όσο στην αμφίδρομη επικοινωνία με τους χρήστες, στη συνεχή αναμετάδοση ειδήσεων και στην παροχή οπτικοακουστικού υλικού.

Όλα ξεκάθαρα λοιπόν; Ίσως όχι, αφού πρόσφατα πληθαίνουν οι φωνές- όπως αυτή του Πίτερ Πρέστον, θρυλικού διευθυντή της βρετανικής «Guardian» από το 1975 έως το 1995-που αποδομούν την κυρίαρχη στρατηγική θέτοντας καίρια ερωτήματα. Οι αναλύσεις βασίζονται σε στοιχεία των ΗΠΑ, τα οποία όμως δεν διαφέρουν ιδιαίτερα για τον λοιπό δυτικό κόσμο. Συγκεκριμένα, από τα 210 εκατ. χρηστών του Διαδικτύου στις ΗΠΑ, μόνο 70 εκατ. επισκέπτονται κάθε μήνα μια ιστοσελίδα εφημερίδας, ενώ ο συνολικός μηνιαίος χρόνος χρήσης αυτών των εκδόσεων είναι 38 λεπτά, ήτοι κάτι περισσότερο από ένα λεπτό την ημέρα. Αυτό εν ολίγοις σημαίνει ότι δύο στους τρεις χρήστες δεν επιθυμούν να ενημερώνονται από online εφημερίδες- έτσι δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι αυτές κατέχουν μόνο το 1,2% του συνολικού χρόνου χρήσης Ιnternet. Πρωτοπόροι στην ενημέρωση μέσω Διαδικτύου παραμένουν οι γενικές πύλες (Υahoo, ΜSΝ, Google) καθώς παρέχουν σύντομη ενημέρωση σε συνδυασμό με άλλες βασικές υπηρεσίες, όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Όπως είναι φυσικό, αποσπούν τη μερίδα του λέοντος και στα διαφημιστικά έσοδα, ενώ οι εφημερίδες ακολουθούν από (πολύ) μακριά. Και αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει άμεσα αφού το Διαδίκτυο δεν είναι πρωτίστως (ή μόνο) Μέσο ενημέρωσης αλλά και επικοινωνίας, αναζήτησης (κυρίως πρακτικών) πληροφοριών, ψυχαγωγίας και αγορών. Δεν είναι τυχαίο που, ακόμα και στην περίπτωση των κραταιών «Νew Υork Τimes», ο μέσος online επισκέπτης αφιερώνει σε ένα μήνα όσο χρόνο αφιερώνει ο μέσος αναγνώστης της έντυπης έκδοσης σε μία ημέρα.

Είναι δυνατόν να έχει διαπράξει ο Τύπος στο σύνολό του τόσο μεγάλο επιχειρηματικό σφάλμα; Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα σήμαινε πως οι εκδότες κατέστρεψαν το υγιές προϊόν τους, το έντυπο, διαθέτοντας την ύλη του δωρεάν στο Ιnternet και δίνοντας προτεραιότητα και σημαντικούς πόρους σε μια αγορά όπου δεν πρόκειται ποτέ να κυριαρχήσουν. Γι΄ αυτό όλοι παρακολουθούν το πείραμα της αμερικανικής «Νewport Daily Νews», που όχι μόνο έκανε επί πληρωμή την ηλεκτρονική έκδοσή της, αλλά και έθεσε το τίμημα αστρονομικά υψηλά (345 δολάρια ετησίως), με προφανή στόχο οι αναγνώστες να επιστρέψουν στο έντυπο. Τα πρώτα νούμερα δείχνουν αύξηση σχεδόν 2%, ωστόσο, η εν λόγω εφημερίδα είναι μικρή επαρχιακή, μονοπώλιο στην περιοχή της, και δύσκολα μπορεί να γίνουν σχετικές αναγωγές. Επιπροσθέτως, επειδή οι κυκλοφορίες έφθιναν και πριν από την έλευση του Διαδικτύου, είναι πιθανό η δαιμονοποίηση του νέου Μέσου να συγκαλύπτει βαθύτερες αδυναμίες του επιχειρηματικού μοντέλου του Τύπου. Η συνέχεια επί της οθόνης του υπολογιστή- ή, ενδεχομένως, μόνο επί χάρτου. Ο Κωνσταντίνος Καμάρας είναι σύμβουλος της Διεθνούς Ένωσης Εφημερίδων και μέλος Δ.Σ. του ΙΑΒ Εurope, πανευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαδραστική επικοινωνία.

ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ

Όλοι παρακολουθούν το πείραμα της αμερικανικής «Νewport Daily Νews», που όχι μόνο έκανε επί πληρωμή την ηλεκτρονική έκδοσή της, αλλά και έθεσε το τίμημα αστρονομικά υψηλά (345 δολάρια ετησίως)