Τα ταξίδια, οι μετακινήσεις, η αλλαγή διαμονής για ένα διάστημα, εξακολουθούν να είναι αρεστά στους ανθρώπους περίπου όπως ήταν και άλλοτε. Πάντα θα είναι έντονη η προσδοκία ότι, σ΄ έναν τόπο διαφορετικό απ΄ αυτόν όπου έχει ριζώσει κάποιος, φυτρώνουν άνθη που με την ευωδιά τους θα μπορούσαν να φρεσκάρουν τη ζωή του. Περισσότερο όμως και από τα άνθη είναι επιθυμητοί ορισμένοι καρποί. Φρούτα ευδαιμονίας, που θα ήταν εφικτό να τα κόψει το χέρι δίχως κόπο και να τα γευθεί σαν ανταμοιβή επειδή εγκατάλειψε για λίγο την οικία του. Οι άνθρωποι απαιτούν την ευχαρίστηση από έναν τόπο επιδεικνύοντας τα εισιτήρια που πλήρωσαν για να τον επισκεφθούν. Προφανώς, εκείνο στο οποίο δεν μπορούν πια να βρουν αξία είναι το να ψάχνουν, να εξερευνούν, να χάνονται κατά την πορεία τους.

Η περιπλάνηση σήμερα θυμίζει μικρές κακουχίες, αυτές μόνο. Κι αυτός είναι ο λόγος που απωθεί ακόμη και τις νεώτερες γενιές. Για ποιον λόγο, αναρωτιούνται, να περιφέρεται κανείς μ΄ ένα σακίδιο στην πλάτη κι ανοίγοντας κάθε τόσο τον χάρτη του; Υπήρξαν εποχές που η απάντηση σ΄ αυτό το ερώτημα ερχόταν αυθόρμητα. «Τριγυρνάμε για να μας συμβεί κάτι αλλιώτικο», θα έλεγαν οι νεαροί και οι νεαρές της δεκαετίας του ΄60. Το αλλιώτικο όμως δεν βρισκόταν αποκλειστικά στους τόπους τους οποίους αναζητούσαν, ένα μέρος του φώλιαζε ήδη μέσα τους. Κάποια συγκίνηση, κάποια αλήθεια που μισοκοιμόταν στη συνείδηση θα ξύπναγε όταν ο πλάνης θα έφτανε στον γαλάζιο μυχό του νησιού. Η φύση θα αφύπνιζε την ψυχή. Και η ψυχή κατόπιν θα νοσταλγούσε την ένωσή της με τη φύση που την ξύπνησε.

Για να έρθουν αυτές οι στιγμές της ρεμβαστικής έκστασης ήταν απαραίτητο να παραδοθεί ο ταξιδευτής στην εμπειρία του «καθ΄ οδόν». Να πορεύεται και να είναι πρόθυμος να υποδεχθεί οτιδήποτε του τύχει. Μια ξαφνική νεροποντή, μια ματαίωση δρομολογίου, την έλλειψη κάποιων ανέσεων. Ό,τι και να προέκυπτε ήταν τότε ευπρόσδεκτο, επειδή εκείνο που βάραινε τους ταξιδευτές ήταν ακριβώς η συνήθεια, οι προκαθορισμοί και οποιαδήποτε ανατροπή συνέβαινε χαιρετιζόταν σαν νίκη του Αγνώστου πάνω στα γνωστά. Με τη διαίσθησή της περισσότερο, η νεολαία του αμπέχονου συνελάμβανε τον κίνδυνο να αιχμαλωτιστεί στα πράγματα, στα υλικά αντικείμενα, αν παραέδινε σημασία στην οργάνωση των εξορμήσεών της στην ύπαιθρο. Καταλάβαινε ότι παίρνοντας κανείς μαζί του τα εξαρτήματα της ζωής του καταλήγει να φροντίζει περισσότερο αυτά παρά τον εαυτό του, τον οποίο υποτίθεται ότι ξεκίνησε να ανανεώσει.

Ας έρθουμε λοιπόν στα τωρινά κι ας σκεφτούμε τι ανανέωση είναι δυνατόν να έρθει στον παραθεριστή με το κινητό στην τσέπη, τον φορητό υπολογιστή στη βαλίτσα και τους πάμπολλους υπολογισμούς μέσα στο κρανίο του. Ίσως κάποιος πει ότι είναι υπερβολικό να ζητάμε τις ρουσωικές ιδιότητες του απλού, ξέγνοιαστου ανθρώπου σε μια εποχή που έχει τις έγνοιες για έμβλημα. Όμως το θέμα δεν είναι τα προβλήματα (οικονομικά, ψυχολογικά) που υπάρχουν πάντα, είναι ότι τα προβλήματα αυτά μεταφέρονται μέσα στα μπαγκάζια μαζί με τα ειδικά αντικείμενα που προορίζονται να τα θεραπεύσουν. Προς τι τότε το ταξίδι; Δεν πρόκειται για μετακίνηση, αλλά για μερική μετακόμιση, για μετεγκατάσταση του εαυτού μέσα σ΄ ένα νέο δωμάτιο με κλειστές τις χαραμάδες σε πόρτες και παράθυρα. Η φύση δύσκολα εισχωρεί εκεί μέσα. Έξω ακούγονται κρωξίματα πουλιών, λαλήματα κοκόρων, κοάσματα βατράχων. Μέσα στο δωμάτιο ακούγονται μόνο μερικές φωνές που μιλάνε στα κινητά. Ρωτάνε, ρωτάνε συνεχώς. Το ποιο είναι το καλύτερο μέρος για κολύμπι, το καλύτερο για φαγητό, το ιδανικό για το βραδινό ξέδομα. Συλλέγονται πληροφορίες ώστε να αποδώσει η κάθε ενέργεια, όπως ακριβώς γίνεται και στην πόλη. Η πόλη ήρθε στην εξοχή για να ξεκουραστεί, διατηρώντας όμως τον φόβο της ότι η εξοχή από μόνη της είναι ανίκανη να την ξεκουράσει.

Ιδού γιατί το καλοκαίρι μπορεί θαυμάσια να κλειστεί μέσα σ΄ έναν φαύλο κύκλο. Αποζητούν τη φύση, αλλά χωρίς φυσικότητα. Διακηρύσσουν πως θα ΄θελαν να διεγερθούν από το άγγιγμά της, αλλά δεν την εμπιστεύονται. Όλοι κόπτονται για τη μαγεία της, αλλά να ξεκολλήσει το μυαλό από την άμμο και να πάει προς τ΄ αστέρια είναι μια κίνηση που τους προκαλεί ίλιγγο. Αν και την επιθυμούν μερικές στιγμές την φοβούνται και δεν ξέρουν γιατί. Γι΄ αυτό και οι βάτραχοι πιο πέρα τους κοροϊδεύουν κοάζοντας. Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΞΕΚΟΥΡΑΣΗ…

Η πόλη ήρθε στην εξοχή για να ξεκουραστεί, διατηρώντας όμως τον φόβο της ότι η εξοχή από μόνη της είναι ανίκανη να την ξεκουράσει