Τον χειρότερο εφιάλτη τους ζουν από το βράδυ της περασμένης Παρασκευής οι κάτοικοι της Βορειοανατολικής Αττικής, που σε κάθε γύρισμα του ανέμου έβλεπαν τις φλόγες είτε να πλησιάζουν πιο πολύ είτε να απομακρύνονται προσωρινά από τα σπίτια τους. Σύμφωνα με την πρώτη επίσημη αποτίμηση, εκατόν πενήντα σπίτια έχουν καταστραφεί ή υποστεί ζημιές, αλλά, όπως εκτιμάται, ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί με την ολοκλήρωση των καταγραφών.

Άνθρωποι που έχασαν τη μάχη με τη φωτιά περιγράφουν τις δραματικές ώρες που έζησαν, αλλά συμφωνούν ότι τελικά σημασία έχει πως έσωσαν τις ζωές τους.

«Πρόλαβα και πήρα δύο κουβέρτες και δύο εικονίσματα…»


ΟΙ ΦΛΟΓΕΣ που τύλιξαν το διώροφο σπίτι του 60χρονου μαραγκού Γιάννη Κορακίτη, πατέρα τεσσάρων παιδιών, στον οικισμό της Παντείου Πολιτείας στο Κάτω Σούλι έλειωσαν ακόμα και τις φωτογραφίες της οικογένειας.

«Το μόνο που έμεινε ήταν οι αναμνήσεις από το σπίτι που το φτιάξαμε μόνοι μας, εγώ και τα παιδιά μου. Έμεινε μόνο ο σκελετός, και αυτός είναι άχρηστος από τις υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν. Δεν μας έχει μείνει τίποτα απολύτως».

Αρχικά η οικογένεια έμενε σ΄ ένα διαμέρισμα στο Γαλάτσι. «Τα παιδιά μου ήταν μικρά, διαμαρτυρήθηκε η γειτονιά ότι έκαναν φασαρία. Αναγκαστήκαμε να φύγουμε από το διαμέρισμα και να επιχειρήσαμε να φτιάξουμε δικό μας σπίτι. Αγοράσαμε το οικόπεδο και αρχίσαμε τη δουλειά. Όλη η οικογένεια δεμένη».

Η οικογένεια για οκτώ χρόνια έμενε σ΄ ένα τροχόσπιτο στο οικόπεδό της. «Τα παιδιά τότε πήγαιναν στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό. Τα άλλα παιδιά τα κορόιδευαν, επειδή έμεναν στο τροχόσπιτο». Ο κ. Γιάννης εργαζόταν το πρωί στο ξυλουργείο του και το βράδυ έχτιζε το σπίτι του. «Εγώ έριξα τα μπετά. Τοποθέτησα ξύλα στο σπίτι, όχι για πολυτέλεια, αλλά επειδή ήταν η δουλειά μου και μου ερχόταν πιο οικονομικά».

«Χάθηκε το όνειρο»

Οι εργασίες ανέγερσης του σπιτιού άρχισαν το 1990 και ολοκληρώθηκαν το 1998. Το μεγάλο όνειρο της πολυμελούς οικογένειας έγινε επιτέλους πραγματικότητα. Τα προβλήματα λόγω της εύθραυστης υγείας του κ. Γιάννη είχαν αρχίσει.

Η ώρα ήταν τέσσερις τα ξημερώματα της περασμένης Κυριακής, όταν άρχισε να χτυπά η καμπάνα του οικισμού. «Εκείνη τη νύχτα είχαμε μείνει ξάγρυπνοι. Βλέπαμε τη φωτιά στην κορυφογραμμή και μετά ακούστηκε η καμπάνα. Πήγα και εγώ στην εκκλησία. Κατέβηκε ο καπνός, δεν μπορούσα ν΄ αναπνεύσω και αναγκάστηκα να πάω σε πιο ασφαλές μέρος.

Πρόλαβα και πήρα δύο κουβέρτες και δύο εικονίσματα- μόνο αυτά. Κατεβήκαμε στην παραλία και μείναμε στο αυτοκίνητο. Τα παιδιά όλη μέρα σβήνανε τις φωτιές στον Μαραθώνα. Μαζί με άλλα παιδιά έσωσαν περισσότερα από είκοσι σπίτια.

Δεν περιμέναμε τέτοια καταστροφή. Ότι όλα θα τελείωναν μέσα σε τόσο λίγη ώρα. Το σπίτι μας τυλίχθηκε στις φλόγες στις έξι το πρωί», συμπληρώνει η κ. Μαρία Κορακίτη.

«Παλεύαμε με κουβάδες»


«ΕΦΘΑΣΑ στο σπίτι μας, γύρω στις 2 το μεσημέρι, επειδή ανησυχούσε η μητέρα μου», λέει η κ. Δήμητρα Μαυρομάτη.

Όταν είδα τον καπνό να κάνει αποπνικτική την ατμόσφαιρα και τις φλόγες να ζώνουν τον Λόφο Κουκουνάρι ανεβαίνοντας με ταχύτητα το Ρέμα Κοκοτού, μάζεψα τα ρούχα των παιδιών στο αυτοκίνητο. Ευτυχώς ήταν διακοπές με τον πατέρα τους στην Κύθνο. Έπρεπε να μετακινήσω τρία αυτοκίνητα για να μην καούν από τη φωτιά. Ο αδελφός μου ήταν επίσης σε διακοπές και είχε μαζί του τα κλειδιά. “Αν καεί το σπίτι”, είπε, “το αυτοκίνητο είναι το λιγότερο που έχω να χάσω”. Πήρα τσουγκράνες και απομάκρυνα τα ξερόχορτα από το γειτονικό οικόπεδο ενώ ήρθαν να με βοηθήσουν φίλοι και γείτονες που ξέρω από παιδί και μένουν επίσης χρόνια εδώ. Στις 8 το βράδυ κόπηκε το ρεύμα.

Ήρθε τα ξημερώματα της Δευτέρας και κόπηκε ξανά. Ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα. Υπήρξε αλληλεγγύη αλλά δεν υπήρχε κάποιος σε ρόλο συντονιστή. Δεν υπήρχε ούτε σχέδιο για την εκκένωση ούτε για την κατάσβεση.

Στηριχθήκαμε ο ένας στον άλλον για να σωθούμε εκ των ενόντων. Άλλοι κατέβαζαν τα νάιλον από τα ξύλα του χειμώνα, άλλοι κατέβρεχαν με κουβάδες και αρκετοί κοιτούσαν σε απόσταση αναπνοής τα σπίτια τους που καίγονταν».

«Έβρεχε φωτιά όλη τη νύχτα»


«ΕΒΡΕΧΕ φωτιά. Δεν έχω ξαναδεί αυτό που συνέβη εδώ το βράδυ του Σαββάτου», λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Δημήτρης Σπυρόπουλος μπροστά από το κατεστραμμένο σπίτι του στον οικισμό Γαλήνη της Ροδόπολης. «Με αυτό το λάστιχο που καταβρέχει η Μαίρη (σ.σ.: η γυναίκα του) το λιγοστό πράσινο που απέμεινε ήμουν στον δεύτερο όροφο του σπιτιού, που δεν υπάρχει πια, και το κατέβρεχα, με το λιγοστό νερό που έτρεχε, από τις 6 το απόγευμα. Μέχρι που άρχισαν να πέφτουν δίπλα μου τα κεραμίδια από τη στέγη. Πρέπει να ΄ταν γύρω στις 8 γιατί όλοι φώναζαν να φύγουμε για να σωθούμε και ο ένας βοηθούσε, όπως μπορούσε, τον άλλον. Στις 8 και μισή, στο αυτοκίνητο η γυναίκα μου και τα παιδιά μου φώναζαν. Τους φώναζα να φύγουν και η γυναίκα μου έλεγε “δεν φεύγω αν δεν έρθεις”. Φοβήθηκα για τη ζωή τους όταν έσκασε ένα ακόμη παράθυρο δίπλα μου και κατέβηκα να φύγω μαζί τους. Εκείνη την ώρα ένας γείτονας σταμάτησε μία υδροφόρα της Πυροσβεστικής και ζήτησε νερό. Ένας εξαντλημένος πυροσβέστης, ο οδηγός και μάλλον κάποιος εθελοντής- υποθέτω, επειδή δεν ήξερε από πού έρχεται η παροχή του νερού- κατέβηκαν. Δεν είχε νόημα, πια, είχαν γίνει όλα στάχτη. Δεν με νοιάζει για το σπίτι. Είναι οι αναμνήσεις 20 ετών, που κάηκαν, ουσιαστικά, για μας. Η Μαίρη έψαχνε να βρει σήμερα ένα ενθύμιο μέσα στα αποκαΐδια. Βρήκε μόνο δύο κουτάλια. Τα σπίτια ξαναχτίζονται, οι άνθρωποι χάνονται. Κι όσο δεν υπάρχουν δέντρα γύρω, χάνεται και η ανθρωπιά».

«Τώρα με φοβίζει ο χειμώνας»


«ΦΕΥΓΕΙ ο γιος μου για να πάρει μαζί του το λάπτοπ και μας κυκλώνει η φωτιά», λέει η κ. Δέσποινα Σουγκλάκου.

«Παίρνω την τσάντα, το καναρίνι και τα σκυλιά μας και φεύγω με το αυτοκίνητο. Ο άνδρας μου και οι δύο γιοι μας, 18 και 20 ετών, μένουν πίσω για να βοηθήσουν στην κατάσβεση.

Δεν είχαμε ούτε ρεύμα ούτε νερό. Χαίρομαι που σωθήκαμε, τουλάχιστον, εμείς και τα ζώα μας.

Το σπίτι που είχαμε και μέναμε, εδώ, τα τελευταία 12 χρόνια, δεν υπάρχει πια. Έμειναν λίγα μέτρα πράσινο και οι φίλοι μας, που έρχονται ακόμη για να μας στηρίξουν».

«Η ταχύτητα της φωτιάς ήταν τρομακτική», λέει ο άνδρας της Κυριάκος Σουγκλάκος. «Πίσω μας τα δέντρα είχαν ξανακαεί το 1993 και τα απέναντι έστεκαν εδώ και 23 χρόνια. Ήταν ένα καινούργιο δάσος και τώρα είναι κρανίου τόπος.

Δεν με φοβίζει τόσο το κατεστραμμένο μας σπίτι όσο ο χειμώνας που έρχεται. Δεν θα μπορέσουμε να σταθούμε αν βρέξει και κατέβουν τα νερά από τον λόφο των δικηγόρων του Πειραιά, όπως τον λέμε και σήμερα λέγεται Αιολίδα.

Δεν θα μείνει τίποτε όρθιο. Ήδη έχει αλλάξει το κλίμα. Το νιώθουμε γιατί ζήσαμε, εδώ, άλλα καλοκαίρια, όμως την ώρα της φωτιάς δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Είσαι ανυπεράσπιστος και προέχει να σωθούν οι άνθρωποι, όχι οι περιουσίες τους».