Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών η σκανδαλολογία κυριαρχεί συστηματικά και αδιάλειπτα στη δημόσια συζήτηση (έχει επιβληθεί ως απολύτως κεντρική διάσταση του πολιτικού διαλόγου τουλάχιστον από το 2006, λίγο πριν από τις νομαρχιακές και δημοτικές εκλογές). Τρεις εβδομάδες πριν από τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών τα σκάνδαλα εξακολουθούν να βρίσκονται στην κορυφή της πολιτικής αντιπαράθεσης. Εντούτοις η ατζέντα της νοσηρότητας και επηρεάζει και μας αποκρύβει βαθύτερες τάσεις που αναπτύσσονται στο κομματικό σύστημα. Οι τάσεις αυτές συνδέονται, ανάμεσα στα άλλα, με το διακύβευμα «Ευρώπη» και την ευρωπαϊκή πολιτική της χώρας.

Κατ΄ αρχάς έχει το ΠΑΣΟΚ συμφέρον από την κυριαρχία μιας ατζέντας που ενισχύει την απαξίωση του θεσμικού συστήματος και πλήττει το κύρος των θεσμών αντιπροσώπευσης (κόμματα, κοινοβούλιο, κυβέρνηση, συνδικάτα κ.λπ.), άρα και το ίδιο; Η απάντηση είναι θετική και αρνητική ταυτόχρονα. Η στρατηγική του ΠΑΣΟΚ δεν είναι τόσο «τυφλή» όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Η ηθική απονομιμοποίηση της Ν.Δ. αποκτά, λόγω και της πολεμικής του ΠΑΣΟΚ, στερεοτυπικά χαρακτηριστικά, γεγονός που, στο μέτρο που παγιώνεται, θα αποτελέσει μείζον εμπόδιο για τη μελλοντική της ανάκαμψη. Ταυτόχρονα η στρατηγική του ΠΑΣΟΚ έχει πλησιάσει ένα επικίνδυνο για το ίδιο όριο. Ο ηθικός βομβαρδισμός του αντιπάλου τείνει πλέον να μετατραπεί σε αυτεπίστροφο όπλο. Εμποδίζει το ΠΑΣΟΚ, με δεδομένες τις δικές του εξαιρετικά αρνητικές επιδόσεις στα θέματα διαφθοράς, να μετατρέψει το σημερινό του πλεονέκτημα σε πλειοψηφική δυναμική. Επιτείνει, συνεπώς, την κρίση πολιτικής ηγεμονίας στο πολιτικό μας σύστημα. Εάν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν διατυπώσει ένα, έστω και εν μέρει, καινοτόμο πολιτικό μήνυμα, εάν δεν φέρει μια ανάσα φρέσκου αέρα στην πολιτική ζωή, η επιστροφή του πολιτικού εκκρεμούς (στην οποία έχει μονομερώς επενδύσει) θα αποδειχτεί ανεπαρκής για να του δώσει πλειοψηφία. Εάν συνεπώς δεν αλλάξει πολύ γρήγορα η ατζέντα της προεκλογικής αντιπαράθεσης, τα μικρότερα κόμματα θα καταγράψουν στις ευρωεκλογές πολύ υψηλά ποσοστά, με πρώτο θύμα το ΠΑΣΟΚ.

O ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε απροετοίμαστος να διαχειριστεί την εκπληκτική επιτάχυνση του πολιτικού χρόνου (αποχώρηση Αλαβάνου, εκτίναξη στις δημοσκοπήσεις, οικονομική κρίση, κίνημα Δεκέμβρη). Στην ουσία αποσταθεροποιήθηκε πολιτικά κάτω από τη διπλή πίεση αφενός πανίσχυρων πολιτικών γεγονότων και αφετέρου των υψηλών προσδοκιών της κοινής γνώμης. Για να είμαστε ειλικρινείς, καμία δύναμη του μεγέθους του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε εύκολα να διαχειριστεί μια τέτοια πίεση. Η υποχώρηση ωστόσο της (δημοσκοπικής) επιρροής του συνοδεύτηκε από την ενδυνάμωση στο εσωτερικό του περισσότερο ριζοσπαστικών τάσεων (συχνά με στοιχεία κλασικού αριστερισμού), όπως και τάσεων ισχυρά ευρωσκεπτικιστικών. Το γεγονός ότι το 20-30% του εκλογικού του σώματος (εκλογές 2007) κινείται σήμερα προς το ΠΑΣΟΚ και τους Οικολόγους (Κάπα Research) είναι ενδεικτικό και των ανακατατάξεων που συντελούνται στον ιστορικό χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς και της κρίσης ταυτότητας της «ευρωπαϊκής» συνιστώσας του εκλογικού του σώματος. Η σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ σε ποσοστά εμφανώς υψηλότερα από τη ζώνη κινδύνου του παρελθόντος οφείλεται αναμφίβολα στην αριστερή στροφή της ηγεσίας του και στην καλύτερη διείσδυσή του σε τμήμα των «χαμένων» του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού. Η διάψευση των υψηλών προσδοκιών για ένα ρόλο πιο κεντρικό στο πολιτικό σύστημα οφείλεται, επίσης, στις αδυναμίες πολιτικής της ίδιας ηγεσίας (η αποχώρηση Αλαβάνου από την προεδρία του ΣΥΝ είναι βέβαιο ότι δεν βοήθησε τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ). Η δημοσκοπική δυναμική των Οικολόγων έχει διπλή ανάγνωση: αφενός, σηματοδοτεί τη μερική αποτυχία του ανανεωτικού εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ, αφετέρου, αποδεικνύει ότι η επιθυμία για αλλαγή των παλαιών σταθερών παραμένει ισχυρή και επίκαιρη. Είναι βέβαιο ότι η επιμονή στη σκανδαλολογία θα φουσκώσει τα πανιά των Οικολόγων και γενικότερα των μικρότερων κομμάτων.

Τα προηγούμενα δεν συνιστούν φυσικά εκλογικές προβλέψεις. Επιτρέπουν όμως μια καλύτερη ανάγνωση των πολιτικών ανακατατάξεων υπό το φως όχι τόσο των ευρωπαϊκών εκλογών όσο της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας.

Η σπονδυλική στήλη του ευρωπαϊσμού αποτελείται πλέον από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ και, με κριτικό τρόπο, από τους Οικολόγους (έστω και εάν είναι εξαιρετικά αμφίβολη η ικανότητά τους να συντηρήσουν την επιρροή τους στις βουλευτικές εκλογές). Απέναντι, διαμορφώνεται ένας ευρωσκεπτικιστικός χώρος με κύρια ιδεολογική δύναμη το ΚΚΕ (που συγκροτεί τον κατεξοχήν πόλο του αντιευρωπαϊσμού) και δύο ευρωσκεπτικιστικές συνιστώσες, τον ΛΑΟΣ από τα δεξιά και τον ΣΥΡΙΖΑ από τα αριστερά. Η δομή αυτή ανταγωνισμού σε σχέση με το θέμα «Ευρώπη» είναι μάλλον νέα για τα ελληνικά δεδομένα (λόγω της διαφαινόμενης καθιέρωσης των Οικολόγων ως παίκτη στις ευρωεκλογές και λόγω του «γλιστρήματος» του ΣΥΡΙΖΑ προς θέσεις ισχυρής κριτικής αποστασιοποίησης απέναντι στην Ε.Ε.). Δεν είναι όμως και τόσο νέα για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Αυτή η δομή ευρωπαϊκού εκλογικού και ιδεολογικού ανταγωνισμού τείνει σιγά σιγά να παγιωθεί στο εσωτερικό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι ελληνικές αντιπροσωπείες που θα προκύψουν από τις ευρωεκλογές, εάν οι δημοσκοπήσεις δεν διαψευστούν, μάλλον θα την ενισχύσουν.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών

Η ΣΚΑΝΔΑΛΟΛΟΓΙΑ

Είναι βέβαιο ότι η επιμονή στη σκανδαλολογία θα φουσκώσει τα πανιά των Οικολόγων και γενικότερα των μικρότερων κομμάτων