Ο γλύπτης Χρήστος Καπράλος, ο καλλιτέχνης που σκεπτόταν με τα χέρια και δεν υπάκουσε σε καμία τεχνοτροπία, αποκαλύπτεται σε μία μονογραφία από «ΤΑ ΝΕΑ»
Ένα φτωχό ορφανό χωριατόπαιδο που έκανε σκοπό της ζωής του να συναντηθεί με το πεπρωμένο του Χένρι Μουρ, ο γλύπτης Χρήστος Καπράλος, μας παίρνει μαζί του σε μια συναρπαστική περιήγηση στον χώρο και τον χρόνο, όπου συντελέσθηκε η γόνιμη συνάντησή του με «την άγνωστη και τρομερή θεότητα της τέχνης», όπως λέει η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα στο εισαγωγικό κείμενο της νέας μονογραφίας της σειράς «Σύγχρονοι Έλληνες Εικαστικοί» των «ΝΕΩΝ».

Το έργο του απέραντο σε έκταση, ζωτικότητα και ποικιλία. Ο ίδιος ολιγαρκής και αυτάρκης. «Παραγγελίες, σίγουρα έχω πολλές, που δεν εξασφαλίζουν όμως κέρδη αφού τις δίνω εγώ ο ίδιος στον εαυτό μου», έλεγε ο Χρήστος Καπράλος.

Και πράγματι, ο ζωγράφος που έγινε γλύπτης όταν πήγε στο Παρίσι, που αποδεσμεύθηκε από τα όρια-δεσμά του κλασικισμού και επιχείρησε έναν τολμηρό διάλογο με την ευρωπαϊκή γλυπτική, για να ακολουθήσει το δικό του όραμα που τον έφερε σε αφαιρετική και εξπρεσιονιστική έκφραση, δεν υπάκουσε σε κανέναν. Μόνο δούλευε, εμβάθυνε και απολάμβανε τη χαρά της δημιουργίας. Οι μορφές του διατηρούν αναλλοίωτο ένα χαρακτηριστικό που το περιγράφει ο Οδυσσέας Ελύτης: «Είχε τη δύναμη να ταυτίζει την κίνηση των χεριών με τον ρυθμό της ύλης μέσα στο φως και την ιστορία της πατρίδας του».

Ο ίδιος ο Καπράλος το έλεγε αλλιώς: «Η ατμόσφαιρά μου, ο ήλιος μου, είναι η πατρίδα μου. Εγώ πιστεύω πως η καλύτερη προίκα που έχουμε είναι η ύπαιθρός μας».

Όταν επέστρεψε στο χωριό του από το Παρίσι, όπου σπούδαζε κάνοντας τα πιο απίθανα επαγγέλματα, κουβάλησε μια βαλίτσα γεμάτη πηλό. Έδωσε στον εαυτό του πολλές παραγγελίες. Πούλησε τον αέρα του σπιτιού που είχε αποκτήσει στο Κουκάκι για να δημιουργήσει στο διπλανό οικόπεδο αυτοσχέδιο χυτήριο, για να πλάσει τα μεταλλικά έργα του. Στην Μπιενάλε της Βενετίας συμμετείχε με 240 έργα και πέτυχε καλή συμφωνία με αμερικανική γκαλερί. Τότε παντρεύτηκε και την αφοσιωμένη Σούλη Καπράλου και απέκτησε σπίτι-εργαστήριο στην Αίγινα, που τώρα έχει ενσωματωθεί στην Εθνική Πινακοθήκη. Όμως, η μεγαλύτερη παραγγελία που έδωσε στον εαυτό του ήταν το «Μνημείο της Μάχης της Πίνδου»- μια επική ανάγλυφη σύνθεση μήκους 40 μέτρων, που μιλά για τον πόλεμο και τη λύτρωση με πρωταγωνιστή τον άνθρωπο. Τη συνέλαβε στην Κατοχή, στα διαλείμματα της δουλειάς του, στα καπνοχώραφα. Είχε ως μοντέλα τους χωρικούς.

Την υλοποίησε δουλεύοντας στον αυλόγυρο μιας εκκλησίας στην Αίγινα όπου σκάλιζε επί τέσσερα χρόνια στο ξανθό μαλακό πουρί εκατοντάδες μορφές. Την είδε να εκτίθεται για ένα σύντομο διάστημα το 1957, όταν κλείστηκε σε κιβώτια και αποθηκεύτηκε στο εργοστάσιο του μεγάλου υποστηρικτή του Γ. Παπαστράτου. Δεν την ξαναείδε εκτεθειμένη μέχρι τον θάνατό του, το 1992. Το έργο κοσμεί πια το περιστύλιο της Βουλής.

ΙΝFΟ

Η μονογραφία «Χρήστος Καπράλος» από τη σειρά «Σύγχρονοι Εικαστικοί Καλλιτέχνες» (κείμενα:

Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, Άρτεμις Ζερβού), σελ.

146, από αύριο στα περίπτερα προς 7,90 ευρώ.

Χρονολόγιο


1909: Γεννιέται στο Παναιτώλιο Αιτωλοακαρνανίας 1929: Φοιτά στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και δημιουργεί τα πρώτα γλυπτά 1934: Σπουδάζει στο Παρίσι 1940: Επιστρέφει στο χωριό του. Στήνει εργαστήριο σε μια καλύβα 1946: Πρώτη ατομική έκθεση στον «Παρνασσό» 1952-1956: Φιλοτεχνεί το πώρινο «Μνημείο της Μάχης της Πίνδου» 1962: Συμμετέχει στην Μπιενάλε Βενετίας 1963: Αποκτά εργαστήριο στην Αίγινα. Εκθέτει έργα του στη Νέα Υόρκη και το Ντιτρόιτ.

1971-1972: Δημιουργεί με κορμούς ευκαλύπτων την «Παρωδία από το Αέτωμα της Ολυμπίας» 1981: Αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη 1988: Απονομή Βραβείου από την Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών 1993: Πεθαίνει στην Αθήνα 1995: Εγκαινιάζεται στην Αίγινα το Μουσείο Καπράλου