Η αναζήτηση ισορροπιών και ευρύτατων συναινέσεωv χαρακτηρίζει τη λήψη αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που καθιστά το ευρωπαϊκό σύστημα εξουσίας εξαιρετικά βραδυκίνητη μηχανή, χωρίς ικανότητα γρήγορης απόφασης και ευέλικτης δράσης. Επιπλέον, η απουσία ηγεσίας ή σταθερού πλειοψηφικού συνασπισμού δυναμώνει την αίσθηση «κενού εξουσίας» στο εσωτερικό της Ένωσης. Η προεδρία Σαρκοζί, σε μια δύσκολη περίοδο για την Ευρώπη και τον κόσμο, έδωσε το στίγμα του ενεργητικού leadership, το στίγμα μιας ηγεσίας ικανής να επιταχύνει τη λειτουργία της βραδυκίνητης μηχανής. Ο Σαρκοζί δεν κατάφερε να οργανώσει μια πραγματικά ευρωπαϊκή απάντηση στη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Άλλωστε, τα επιμέρους εθνικά συμφέροντα δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Ωστόσο, συνέβαλε στο να υπάρξει σημαντική «ζύμωση» στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την κατεύθυνση (όταν μια κοινή στάση αποδείχθηκε αδύνατη) συγγενών εθνικών απαντήσεων, οι οποίες απέτρεψαν τον ενδοευρωπαϊκό οικονομικό ανταγωνισμό. Επίσης, συνέβαλε στο να δημιουργηθεί η εικόνα μιας «αποφασισμένης Ευρώπης», κάτι που, από μόνο του, ήταν ήδη δράση, ήταν ήδη πράξη αντιμετώπισης των πιο παροξυσμικών εκδηλώσεων της κρίσης (όπως ο πανικός από την κατάρρευση σημαντικών πυλώνων του πολυδιαφημισμένου χρηματοπιστωτικού συστήματοςτο οποίο αποδείχθηκε ένας τεράστιος γελοίος γίγαντας, ανίκανος να κάνει το παραμικρό βήμα χωρίς κρατική εγγύηση και βοήθεια).

Η προεδρία Σαρκοζί άρεσε για το στυλ της, την ενεργητικότητα της, λιγότερο για τις επιτυχίες της. Φάνηκε να καλύπτει ένα κενό στο σύστημα αποφάσεων, όπως και ένα κενό ευρωπαϊκής ηγεσίας. Ταυτόχρονα, η γαλλική προεδρία ανέδειξε το δυσκίνητο της Ένωσης, στο μέτρο που μία σειρά δραστηριοτήτων του Σαρκοζί (μεσολαβητικός ρόλος στη Γεωργία, πολλαπλασιασμός των άτυπων διακυβερνητικών συναντήσεων) χρειάστηκε να παρακάμψει το ευρωπαϊκό θεσμικό κεκτημένο, όπως και το καθιερωμένο παιχνίδι διακρατικών ισορροπιών, και στηρίχθηκε είτε στο γεγονός ότι ο Σαρκοζί είναι πρόεδρος μιας μεγάλης χώρας είτε στην άτυπη συμφωνία με άλλες μεγάλες χώρες είτε στην επίκληση του επείγοντος. Η γαλλική προεδρία, μέσω της παράκαμψης των κλασικών θεσμικών διαδικασιών, μέσω πρωτοβουλιών που υποβάθμισαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έδωσε στην Ευρώπη- προσωρινά- έναν ρόλο που υπερέβαινε τις προδιαγραφές του θεσμικού της συστήματος και, συνεπώς, τις πραγματικές δυνατότητές της. Την έκανε να φαίνεται πιο μεγάλη, πιο ισχυρή και πιο ενωμένη από όσο πράγματι είναι.

Γενικώς, η σχεδόν κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η οικονομική κρίση έφεραν στο προσκήνιο δύο μείζονα προβλήματα της Ε.Ε.: τη μη ύπαρξη ισχυρής κεντρικής ευρωπαϊκής δημόσιας δύναμης, αφενός, την έλλειψη ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής, αφετέρου.

Όσον αφορά το πρώτο, η σημερινή Ευρώπη είναι και πολιτικά μια «ακέφαλη» υπερδύναμη και οικονομικά ένα ακυβέρνητο καράβι (καθώς ο ενιαίος χώρος της ευρωζώνης δεν έχει ενιαία οικονομική πολιτική). Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια υπερδύναμη χωρίς ισχυρό κέντρο λήψης πολιτικών ή οικονομικών αποφάσεων και γι΄ αυτό, συγκρινόμενη με τις ΗΠΑ, είναι μια «μικρή» δύναμη.

Όσον αφορά το δεύτερο πρόβλημα, τη σχεδόν απουσία ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής, η κοινωνική πολιτική αποτελεί μέχρι και σήμερα ταμπού στην Ε.Ε., καθώς ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών κρατών. Ωστόσο, η οικονομική κρίση και- προπάντων- η κρίση λαϊκής στήριξης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος επιβάλλουν αλλαγή φιλοσοφίας στο εν λόγω θέμα, έστω και αν αυτό πηγαίνει κόντρα σε όλα τα εγχειρίδια λειτουργίας των κοινοτικών θεσμών.

Η Ευρώπη μοιάζει «μπλοκαρισμένη», χωρίς την δυνατότητα να πάει μπροστά, χωρίς τη δυνατότητα να κάνει πίσω. Ωστόσο, ο χρόνος τρέχει πλέον πιο γρήγορα από ό,τι στο παρελθόν. Ένα μεγάλο, βαθύ και πρωτόγνωρο κύμα πολιτικής και κοινωνικής δυσαρέσκειας αναπτύσσεται σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, γεγονός που καθιστά την Ε.Ε., στα μάτια των πολιτών, όλο και περισσότερο μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης. Η δυσαρέσκεια είναι το κοινό υπόγειο νήμα που συνδέει γεγονότα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, όπως τα «όχι» των δημοψηφισμάτων στη Γαλλία, την Ολλανδία και την Ιρλανδία και η πρόσφατη έκρηξη κινητοποιήσεων και βίας στην Ελλάδα. Αυτή η δυσαρέσκεια, καθώς δεν έχει αυτόνομη και ηγεμονική πολιτική έκφραση, συνήθως υποβαθμίζεται από τα κάθε είδους πολιτικά «κατεστημένα», εθνικά και υπερεθνικά, εκείνου των Βρυξελλών συμπεριλαμβανομένου.

Oι ευρωπαϊκές ελίτ πρέπει να ξανασκεφτούν την Ευρώπη και ίσως πρέπει να την ξανασχεδιάσουν, υπό το φως αυτής της μείζονος νέας τάσης. Η προεδρία Σαρκοζί θεωρήθηκε επιτυχημένη, ακριβώς γιατί ήταν ανορθόδοξη, ακριβώς γιατί δεν ακολούθησε την περίφημη «κοινοτική μέθοδο» και δεν στηρίχθηκε όσο θα έπρεπε στο περίφημο «κοινοτικό κεκτημένο». Η μέχρι σήμερα πραγματιστική φιλοσοφία «χτίζουμε την Ευρώπη με κριτήριο την Ευρώπη που ήδη έχουμε», μάλλον έχει πάψει να είναι λειτουργική. Η πραγματικότητα επιβάλλει μια νέα αντίληψη του πραγματισμού: «χτίζουμε την Ευρώπη με κριτήριο τις νέες πραγματικότητες που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε». Η δύσκολη αλλαγή της κοινοτικής μεθόδου μπορεί να είναι ένα σύγχρονο πεδίο συνάντησης του ριζοσπαστισμού με τον ρεαλισμό.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών.

Η ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΣΑΡΚΟΖΙ

θεωρήθηκε επιτυχημένη, ακριβώς γιατί ήταν ανορθόδοξη, ακριβώς γιατί δεν ακολούθησε την περίφημη «κοινοτική μέθοδο» και δεν στηρίχθηκε όσο θα έπρεπε στο περίφημο «κοινοτικό κεκτημένο»