O θάνατος του Τάσσου Παπαδόπουλου είναι υπό μία έννοια το τέλος μιας εποχής για την Κύπρο. Ο Τ. Παπαδόπουλος αντιπροσώπευε τη σχολή σκέψης που υποστηρίζει ενιαίο κυπριακό κράτος, ανεξάρτητο χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς εγγυήτριες δυνάμεις, με τους Τουρκοκύπριους σε ρόλο μειονότητας και όχι συστατικής κοινότητας. Αυτή ήταν η γραμμή του Προέδρου Μακαρίου από το 1963 μέχρι περίπου έναν χρόνο πριν από τον αδόκητο θάνατό του (3 Αυγούστου 1977).

Στη θέση αυτή επέμενε ο Τ. Παπαδόπουλος με αξιοθαύμαστη συνέπεια από το 1959, σαν οι συνθήκες να παρέμεναν οι ίδιες. Ειδικά μετά το 1974 η θέση αυτή δεν ήταν και τόσο ρεαλιστική και ενίσχυε την τουρκοκυπριακή επιχειρηματολογία περί οριστικής διχοτόμησης (Ντενκτάς). Επιπλέον η στάση αυτή αντέβαινε στη θεμελιώδη συμφωνία Μακαρίου- Ντενκτάς (1977) περί διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, αλλά και στις συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου (1959) στη βάση των οποίων η Κύπρος είχε γίνει ανεξάρτητο κράτος (το 1960), ενιαίο μεν τότε αλλά με δύο συστατικές κοινότητες, με το 18% των Τουρκοκυπρίων να έχουν πολιτική δύναμη σαν να ήταν περίπου 30%.

Μετά την απρόσμενη εκλογική ήττα του Τ. Παπαδόπουλου τον περασμένο Φεβρουάριο, εμφανίστηκε μια νέα ευκαιρία για επίλυση του Κυπριακού και επανένωση του νησιού. Πρέπει να τονιστεί ότι είναι η πρώτη φορά που οι ηγέτες και των δύο κοινοτήτων, ο Δημήτρης Χριστόφιας και ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, δεν είναι απορριπτικοί και αδιάλλακτοι. Στην ιστορία του Κυπριακού, όταν η μία πλευρά ήταν διαλλακτική η άλλη δεν ήταν, ή ήταν και οι δύο πλευρές αδιάλλακτες. Συχνά μάλιστα η διαλλακτικότητα του ενός ηγέτη ήταν πλασματική. Κρυβόταν πίσω από τη βέβαιη αδιαλλαξία του άλλου. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του Σχεδίου Ντε Κουεγιάρ τον Ιανουάριο του 1985, το οποίο απέρριψε ο Πρόεδρος Κυπριανού, αλλά το δέχθηκε (ψεύτικα βέβαια) ο Ντενκτάς, ή πιο πρόσφατα η διαλλακτική στάση του Παπαδόπουλου στη συνάντηση της Χάγης επί Σχεδίου Ανάν 3 (Μάρτιος 2003), μια και το «όχι» του Ντενκτάς ήταν εξασφαλισμένο. Στη σημερινή προσπάθεια αν προκύψει τελικά λύση, θα έλθει αποκλειστικά από τις δύο πλευρές από κοινού, χωρίς μεσολαβητές ή επιδιαιτητές που ενίοτε κινούνται με άκομψο ή υπερφίαλο τρόπο. Η Κύπρος με τόσο μικρό πληθυσμό δεν μπορεί να παραμένει διχασμένη και το πιο αρματωμένο νησί στο κόσμο. Ίσως τώρα βρισκόμαστε «σε τροχιά επανένωσης» (βλ. σωρεία άρθρων από προσωπικότητες της Κύπρου, στο αφιέρωμα «Η Κύπρος σε τροχιά επανένωσης», Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, ΙούλιοςΣεπτέμβριος 2008). Ίσως όμως αυτή τη φορά να είναι όντως η τελευταία ευκαιρία.

Ωστόσο σήμερα, σε αντίθεση με την περίοδο 2000- αρχές 2004, υπάρχουν δύο αρνητικοί εξωτερικοί παράγοντες. Ο πρώτος και κυριότερος είναι η Τουρκία, που στο Κυπριακό φαίνεται και πάλι να ελέγχεται από τους στρατιωτικούς (τώρα μάλιστα υπό έναν κατ΄ εξοχήν ιέρακα, τον στρατηγό Βasbug, που σε τίποτε δεν θυμίζει τον θετικό ρόλο του στρατηγού Οzkok το 2003-04). Ο Ερντογάν από την πλευρά του δεν θυμίζει διόλου τον Ερντογάν της περιόδου 2003-05, τότε που δήλωνε ότι «στο Κυπριακό η μη λύση είναι μη λύση» και είχε το σθένος να αλλάξει την πολιτική της Άγκυρας κατά 180 μοίρες. Όσο μάλιστα η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. απομακρύνεται όλο και περισσότερο τόσο θα μειώνεται και η διάθεση του Ερντογάν για διαλλακτικότητα στο Κυπριακό. Το ανεξήγητο στη στάση του Ερντογάν είναι ότι αντί να κάνει το προφανές (μετά την προσπάθεια ανατροπής με το γνωστό «δικαστικό πραξικόπημα»), δηλαδή να επιταχύνει τη συνταγματική μεταρρύθμιση, δεν κάνει τίποτε (παρά τις παραινέσεις του προέδρου Γκιουλ). Ο δεύτερος αρνητικός παράγων είναι η ελληνική κυβέρνηση, όχι επειδή δεν υποστηρίζει μια επίλυση- επανένωση, αλλά επειδή από τον Μάρτιο του 2004 μέχρι σήμερα είναι ανύπαρκτη διεθνώς και έτσι δεν διαθέτει το ειδικό βάρος για να επηρεάσει καταστάσεις, σε αντίθεση με το κύρος που διέθετε η Ελλάδα επί κυβέρνησης Κώστα Σημίτη και παλαιότερα επί Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

ΧΡΙΣΤΟΦΙΑΣ- ΤΑΛΑΤ

Στη σημερινή προσπάθεια αν προκύψει τελικά λύση, θα έλθει αποκλειστικά από τις δύο πλευρές από κοινού, χωρίς μεσολαβητές ή επιδιαιτητές που ενίοτε κινούνται με άκομψο ή υπερφίαλο τρόπο