Ας σταθώ και πάλι όπως και πέρυσι σε λέξεις επίκαιρες, φορτισμένες όμως φέτος με τα αδιέξοδα των ημερών και με το πέπλο της απελπισίας που τύλιξε την πόλη μας τις μέρες αυτές της γιορτής: διάκοσμος και πόλη, γιορτή και καθημερινότητα, οργή και πένθος.

Αποφεύγω επιφανειακές εκτιμήσεις των γεγονότων, βιαστικά συμπεράσματα, αναδρομές στο παρελθόν και προβολές στο μέλλον. Οι λέξεις ορθώνονται απειλητικές και άδειες, όρια απροσπέλαστα στον κόσμο της πυκνής και σκοτεινής πραγματικότητας. Η απόσταση είναι αναγκαία για να λειτουργήσει η όραση. «Βλέπω σημαίνει είμαι σε απόσταση», το μάθαμε αυτό από την αρχιτεκτονική που διαχειρίζεται από κοντά και από μακριά τον χώρο και τον χρόνο των ανθρώπων.

Το βλέμμα για να λειτουργήσει δημιουργικά πρέπει να εισχωρήσει στο βάθος των πραγμάτων, να περιπλανηθεί με νηφαλιότητα στον κόσμο των καταστάσεων και των στερεοτύπων, να ανακαλύψει τις περιοχές του ονείρου για να αναστήσει τα απομεινάρια της φαντασίας σε έναν κόσμο που συνεχώς βουλιάζει μέσα στην υποκρισία και στην περίσσεια των κενών λέξεων. Όμως μια εικόνα μιλάει κάποτε πιο εύγλωττα από χίλιες λέξεις.

Ας σταθώ λοιπόν σε μια εικόνα των ημερών. Γύρω από το αναστηλωμένο γιγαντιαίο δέντρο στο κέντρο της Πλατείας Συντάγματος συντεταγμένοι σε κύκλο οι ένστολοι φρουροί με τα λευκά γυαλιστερά τους κράνη σε παράταξη γεωμετρικά άψογη. Σε απόσταση από αυτούς, σε δεύτερο εξωτερικό κύκλο, οι νεαροί διαδηλωτές πλαισιώνουν με φωνές και κινήσεις τη σιωπή και την ακινησία των φρουρών με έναν οργισμένο άναρχο χορό. Στο κέντρο υψώνεται

ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΜΟΣ

Το δέντρο του Συντάγματος, μάρτυρας του επιθυμητού εντυπωσιασμού, που βασίζεται στα μεγάλα μεγέθη

το δέντρο φωτισμένο και ασάλευτο, αλαζονικό και άχαρο- σύμβολο της φτιασιδωμένης γιορτής.

Η εμμονή στον ίδιο κοινότοπο εορταστικό στολισμό, η «αναστήλωση» του κατεστραμμένου από τους διαδηλωτές δέντρου, η περιφρούρησή του στην εικόνα που είδαμε.

Η θλίψη εγκαταστάθηκε στην πόλη μας μέρες γιορτής και προσδοκίας της ειρήνης στην ταραγμένη οικουμένη.

«Η εξουσία του γούστου και το γούστο της εξουσίας», έγραφα πέρυσι σε ένα αντίστοιχο σημείωμα- λόγια από τον πρόλογο του Π. Μουλά στο βιβλίο «Περί γούστου» του Μοντεσκιέ. Φέτος όμως τι να γράψει κανείς;

Κάθε χρόνο βγαίνουν από τις αποθήκες οι ίδιοι αναρριχώμενοι φωτεινοί πλαστικοί σωλήνες που περιβάλλουν εν είδει γαρδούμπας τους φωτιστικούς στύλους, τα αστέρια και οι γιρλάντες και το καθιερωμένο πλέον «καμάρι» της πρωτεύουσας: το δέντρο, γιγαντιαίος μάρτυρας και δείγμα της ετοιμοπαράδοτης προκλητικής περιβολής της πόλης, μάρτυρας του επιθυμητού εντυπωσιασμού, που βασίζεται στα μεγάλα μεγέθη.

Το μεγαλύτερο των Βαλκανίων, είχανε γράψει όταν το δέντρο αυτό έκανε το ντεμπούτο του στην αθηναϊκή πλατεία.

Απαξίωση της φαντασίας, που δεν παραπέμπει μόνο στο λεγόμενο design, αλλά έχει βαθιές ρίζες στις σχέσεις πόλης και πολιτισμού, εξουσίας και πολιτείας.

Το δέντρο ως σύμβολο με έχει κι άλλες φορές απασχολήσει σ΄ αυτά τα αποσπασματικά σχόλια που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τον χώρο και τον χρόνο των ανθρώπων.

Ένα δέντρο μεγάλο και αληθινό, με ρίζες βαθιές και αναρίθμητα φύλλα, με έναν κορμό που μεταφέρει τους ζωογόνους χυμούς από τη σκοτεινή γη στα κλαδιά που δείχνουν στον ουρανό.

Ένα τέτοιο δέντρο μας αξίζει, σύμβολο της μοίρας μας και του δικού μας πολυσήμαντου και πολυκύμαντου τόπου, που θα συνδυάζει το αιώνιο, το εφήμερο, το τυχαίο και το νομοτελειακά προγραμματισμένο, και θα συγκρατεί το σχήμα του αγέρα, όταν ο «αγέρας δεν είναι εκεί». Ένα τέτοιο δέντρο αληθινό ας αναστήσουμε επιτέλους σ΄ αυτό τον βασανισμένο τόπο που έχει δικαίωμα στην ελπίδα.

Η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.