«Όταν γύρισα από το πρόγραμμα απεξάρτησης το 1991 και απέκτησα νέα ημερομηνία γέννησης, αντιλήφθηκα ότι μέχρι τότε απέφευγα συστηματικά να διαβάζω ή να ακούω οτιδήποτε είχε σχέση με το αλκοόλ, τα μεθύσια, τον αλκοολισμό. Σήμερα πια ομολογώ ότι απέφευγα μεν αλλά κρυφά κι από τον εαυτό μου ακόμα διάβαζα και άκουγα. Με γοήτευε η απελπισία του όποιου χαμαιτυπείου πνιγμένου στον καπνό και τα βίτσια. Απ΄ την άλλη μού ΄φερνε αναγούλα ο φαρισαϊσμός, ο καθωσπρεπισμός αυτών που φοβούνταν το πιοτό, το οποιοδήποτε ποτό.


Μετά συνάντησα κείμενα του Κωστή Παπαγιώργη, του Ευγένιου Αρανίτση και άλλων που έγραφαν για το αλκοόλ, κι έγραψα κάποια στιγμή κι εγώ το δικό μου κείμενο μια και θεωρούσα συνεπή την κίνηση αυτή προς το 12ο και τελευταίο βήμα (του προγράμματος που ακολούθησα).

Από τότε πέρασε πολύς καιρός. Μέχρι και στοιχήματα έπεφταν για το “πότε ο Γιάννης θα ξαναπιεί”, ειδικά όταν περνούσα κάποιες δύσκολες φάσεις.

Ξαναδιαβάζοντας το κείμενό μου είδα ότι δεν έχω να προσθέσω ή να αφαιρέσω κάτι. Με τον ίδιο τρόπο που έδωσα την εικόνα του αλκοολικού τότε, τη δίνω και σήμερα. Μια μόνο πληροφορία πριν παραθέσω το κείμενο: Είναι απέραντη η ευχαρίστησή μου που δεν πίνω. Είναι απέραντη η ευχαρίστησή μου που δεν στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να πιω. Είναι απέραντη η ευχαρίστησή μου όταν απαντώ στα τηλεφωνήματα που μου ζητάνε βοήθεια και λέω τι έκανα, χωρίς φυσικά να ξέρω τον συνομιλητή μου. Δίνω επειδή μου περισσεύει. Αυτό είναι το 12ο βήμα. Είναι απέραντη η ευχαρίστησή μου που μπορώ κι ανέχομαι πράγματα ή μπορώ και λέω κάθε τόσο την προσευχή των Ανώνυμων Αλκοολικών:

“Θεέ μου δώσε μου τη γαλήνη να δέχομαι πράγματα που δεν μπορώ ν΄ αλλάξω, το θάρρος ν΄ αλλάξω πράγματα που μπορώ και τη σοφία να διακρίνω τη διαφορά”.

Έγραφα τότε:

“… Άνοιξα τα μάτια μου κι ο χώρος όπου βρισκόμουν ήταν τελείως άγνωστος. Στο κεφάλι μου βούιζαν κλεισμένες όλες οι θάλασσες του κόσμου. Δεν ήταν η πρώτη φορά, για πρώτη όμως φορά δεν είπα “Θεέ μου καλύτερα ας πεθάνω”.

Ξανάζησα από τότε τις ίδιες σκηνές πολλές φορές. Ξύπνησα πολλές φορές σε μέρη άγνωστα, αλλά και γνωστά, έχοντας στο κεφάλι μου μόνο κενό. Αυτό το αβάσταχτο μαύρο κενό που μόνο το αλκοόλ μπορεί να δώσει. Από εκείνο το πρωινό όμως μου είχε μείνει μια αγωνία που γυρνούσε συνέχεια στο κεφάλι μου, δεν θέλω να πεθάνω έτσι, δεν θέλω να ζω έτσι, δεν θέλω να ντρέπομαι… Όταν έπινα η αγωνία απομακρυνόταν. Πίστευα ότι όλα θα πάνε καλά. Όμως παρατηρούσα ακόμη και όντας πιωμένος, ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως παλιά. Απέφευγα τα μπαρ που σύχναζε κόσμος, πήγαινα μόνο εκεί που βρίσκονταν αυτοί που “καταλάβαιναν”. Ήμασταν όλοι μόνοι μας, ο ένας δίπλα στον άλλο, διασκεδάζοντας την αφόρητη πλήξη, την αδιαφορία, την ανάγκη για ποτό. Η σχέση μου με το άλλο φύλο που παλιότερα μου χάριζε άπειρη ευτυχία κι ευχαρίστηση, δεν με αφορούσε πια.

Ένα πρωί, στο βάθος του πηγαδιού της απελπισίας τόλμησα, πιο πολύ για να κάνω κάτι άλλο, και πήγα σε κέντρο απεξάρτησης. Εκεί πήρα δυο μεγάλα μαθήματα. Πρώτο, ότι υπάρχουν πολλά πράγματα σ΄ αυτό τον κόσμο που δεν μπορείς να τα ελέγξεις, που είναι πάνω από σένα, γιατί απλά έτσι είναι ο κόσμος. Το δεύτερο ότι όλα τα πράγματα σ΄ αυτόν τον κόσμο μαθαίνονται.

Η αρχική “ιατρική” διαδικασία της απεξάρτησης κράτησε δυο- τρεις μέρες. Η συνεχής φροντίδα δεν άφηνε περιθώρια για φόβο ή επιστροφές. Ακολούθησε η πορεία. Στην αρχή ήταν δύσκολα, κυρίως τις ώρες που ήμουν μόνος και κυριαρχούσε ο φόβος και η αγωνία του τι θα γίνει μετά. Ήμουν αφύλακτος, αισθανόμουν σα μαθητευόμενος άγγελος, δεν περίμενα το “μετά”. Έμαθα να ζω και να βλέπω, ν΄ ακούω, με απόλυτη ανάγκη και προτεραιότητα να είμαι αυτός που είμαι…

… Μετά τριάντα μέρες που ήταν σαν μια καινούργια ζωή, γύρισα στον κόσμο των ανθρώπων.

Άρχισα να προσπαθώ να διακρίνω αγγέλους ή υποψήφιους αγγέλους. Άρχισα ν΄ αγαπάω τον εαυτό μου, να αισθάνομαι άνθρωπος. Σιγά σιγά ο κόσμος είχε άλλα χρώματα, άλλους ήχους, άλλη κίνηση, και κυρίως ήμουν μέρος αυτού του κόσμου, ήμουν κόκκος άμμου σε μια μεγάλη παραλία, ήμουν σταγόνα στον αφρό του κύματος…

… Είμαι πλέον στεγνός αλλά όλο χυμούς. Ζω την επόμενη ζωή με πλήρη συνείδηση και πλήρη ευχαρίστηση, αισθάνομαι μέρος του ποταμού που κυλάει. Νομίζω ότι τη δυστυχία του πότη δεν μπορώ πλέον να την περιγράψω. Ειδικά τώρα που έχω βγει…

Δεν κατάλαβα πώς έγινε. Μ΄ ενδιαφέρει μόνο ότι έγινε και ξέρω ότι δεν έγινε μόνο για μένα. Ξέρω ότι γίνεται…”.

Αυτά έγραφα τον Απρίλη του 2000- εννιά χρόνια μετά την απεξάρτησή μου (έγινε το 1991) όταν οι μνήμες ήταν ακόμα νωπές και συμπληρώνοντας πως “η ομορφιά της στροφής έμεινε μέσα μου, έγινε κομμάτι του εαυτού μου και δεν μπορώ να ξαναγυρίσω πίσω στο κενό”.

Σήμερα τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Ξέρουμε πολλούς “ξερόλες” που βγαίνουν στο γυαλί ή γράφουν διάφορα βαρύγδουπα για το αλκοόλ, τη χρήση του κ.λπ.

Ακόμη, τις κινδυνολογίες ότι ο αλκοολισμός στην Ελλάδα αρχίζει από τα 12. Έχουμε όμως και πολλές ομάδες αλληλοβοήθειας, τις ομάδες των Ανώνυμων Αλκοολικών, έχουμε καλογραμμένα βιβλία, σεμινάρια, ημερίδες, ανθρώπους που καταλαβαίνουν και βοηθάνε πολύ την κατάσταση. Βέβαια, έχουμε και την κλασική καθυστέρηση της κρατικής μηχανής που αντιμετωπίζει τον αλκοολισμό με εγκλεισμό στο ψυχιατρείο… Κάποια στιγμή θ΄ αλλάξει κι αυτό. Ας ελπίσουμε ότι δεν θ΄ αργήσει.

Θα τελειώσω με το ερώτημα που μου απευθύνουν όλοι. Πώς εσύ μέσα στα κρασιά ώς τον λαιμό δεν πίνεις. Πρέπει να διευκρινίσω ότι όταν δοκιμάζεις κρασιά, δεν πίνεις ποτέ. Το γεύεσαι, το αναλύεις στα μάτια, στο στόμα και τη μύτη, και μετά το φτύνεις. Έκανα και θα κάνω αυτήν τη δουλειά μέχρι να πεθάνω. Το κρασί φυσικά λόγω του αλκοόλ που περιέχει είναι θείο δώρο. Και ήταν ανέκαθεν στοιχείο του πολιτισμού μας, του πολιτισμού της μεσογειακής λεκάνης. Κι ας μην ξεχνάμε ότι ο πρώτος οινοποιός ήταν ο Νώε μια και μέθυσε πίνοντας ζυμωμένο χυμό από τυχαία ζουληγμένα σταφύλια. Το ζητούμενο στο κρασί είναι να το πίνουμε και να μη μας πίνει. Και το σημαντικότερο είναι να αντιστεκόμαστε στις υστε

Όταν έπινα η αγωνία απομακρυνόταν. Πίστευα ότι όλα θα πάνε καλά. Όμως παρατηρούσα ακόμη και όντας πιωμένος, ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως παλιά. Απέφευγα τα μπαρ που σύχναζε κόσμος, πήγαινα μόνο εκεί που βρισκόταν αυτοί που “καταλάβαιναν”…

Η σχέση μου με το άλλο φύλο, που παλιότερα μου χάριζε άπειρη ευτυχία κι ευχαρίστηση, δεν με αφορούσε πια…

Είναι απέραντη η ευχαρίστησή μου που δεν πίνω. Είναι απέραντη η ευχαρίστησή μου που δεν στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να πιω. Είναι απέραντη η ευχαρίστησή μου όταν απαντώ στα τηλεφωνήματα που μου ζητάνε βοήθεια και λέω τι έκανα, χωρίς φυσικά να ξέρω τον συνομιλητή μου. Δίνω επειδή μου περισσεύει…