Βλέποντας εικόνες που δείχνουν καψαλιασμένα βουνά, νεκρά ψάρια να επιπλέουν στα νερά του Αλιάκμονα, ή ακόμη νησιώτικους οικισμούς να παραδίδονται πρόθυμα στον πιο ξέφρενο τουριστικό βανδαλισμό, βλέποντας την ίδια ώρα υπουργούς και δημάρχους να εξηγούν με λεπτομέρειες το γιατί η ευθύνη δεν είναι δική τους, μπορεί να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι απέναντι στη λεγόμενη γενέθλια γη τα τέκνα της δεν δεσμεύονται πλέον καθόλου. Για κάποιον λόγο αποφάσισαν να αποσυρθούν από τα εδάφη τους.

Χώμα, νερό, πέτρα, αυτά δεν υπάρχουν για τους αυτόχθονες, είναι πράγματα πρωτόγονα, στοιχεία ενός παρελθόντος που το περιγράφουν τα κλαρίνα και τα λαγούτα στα πανηγύρια του καλοκαιριού. Καλές οι υπαίθριες γιορτές και τα τραγούδια στη διάρκεια των διακοπών, όχι όμως και να παίρνονται στα σοβαρά στίχοι και ήχοι που μιλάνε για ρυάκια, λαγκάδια, ραχούλες ή για πουλιά με ανθρώπινη φωνή που διηγούνται τα βάσανα της ξενιτιάς. Τώρα κανένας δεν υποχρεώνεται να φύγει από τον τόπο του. Αναχωρεί με τη θέλησή του, ανακουφισμένος, ελεύθερος να πουλήσει ό,τι έχει ή να πουληθεί. Ό,τι και να κάνει δικαίωμά του. Ποιος θα του απαγορέψει να μην έχει ρίζες, να μην έχει μνήμες, να μπορεί να λησμονά όποτε θέλει εκείνο το παλιό σκηνικό μέσα στο οποίο έπαιξε μικρός, έμαθε γράμματα, ένιωσε το πρώτο καρδιοχτύπι; Ω, ναι, κάποτε δούλευε κι αυτό το παράξενο, τρελό πραγματάκι κάτω από το στήθος. Σκιρτούσε συχνά, και μάλιστα πολύ πιο συχνά απ΄ όσο ήταν απαραίτητο. Έπρεπε λοιπόν να περιοριστεί, να τιθασευτεί, κι αυτό έγινε. Οι καρδιές των Ελλήνων άρχισαν να δουλεύουν πιο αργά, λιγότερο έντονα.

Σήμερα η κατάσταση πλησιάζει στο σημείο όπου δυνατοί παλμοί προκαλούνται μόνο όταν τα άτομα φροντίζουν τον εαυτό τους, αυτόν αποκλειστικά και ακατάπαυστα. Κλεισμένοι στα σπίτια τους αμέτρητοι φιλάρεσκοι αντικρύζουν τις φάτσες τους στον καθρέφτη. Φαίνονται καλοσυντηρημένες, παρά την κούραση. Πίσω τους όμως δεν διακρίνεται κάποιο φόντο εκτός από τους τέσσερις τοίχους. Κανένα τοπίο στο βάθος, καμιά ζωηρή ανάμνηση της Φύσης. Η μητρική γη βρίσκεται πια πολύ μακριά και πώς να

ΑΔΙΑΦΟΡΟΙ

Πώς να ενδιαφερθεί κανείς για κάτι που ούτε το βλέπει ούτε το πιάνει ούτε και το μυρίζει ποτέ; Μόνο όταν αρχίζουν οι πυρκαγιές φθάνει μια άσχημη οσμή στα ρουθούνια

ενδιαφερθεί κανείς για κάτι που ούτε το βλέπει ούτε το πιάνει ούτε και το μυρίζει ποτέ; Μόνο όταν αρχίζουν οι πυρκαγιές φθάνει μια άσχημη οσμή στα ρουθούνια.

Βέβαια, πολλοί λυπούνται με αυτές τις καταστροφές και μερικοί μάλιστα αγανακτούν. Λίγο πιο προσεκτικά όμως να εξετάσει κάποιος τις συνηθισμένες αντιδράσεις των περισσοτέρων, θα διαπιστώσει ότι η λύπη για τα καμένα δέντρα έρχεται επειδή οι κάτοικοι θα στερηθούν μερικών χρήσιμων «υπηρεσιών». Μειώνεται το οξυγόνο και οι πνεύμονες θα ταλαιπωρηθούν. Τι κρίμα να ξοδεύονται τόσα λεφτά για καλή διατροφή και γυμναστική και να ΄ρχεται έτσι ξαφνικά μια εξωτερική αναποδιά να χαλάσει το πρόγραμμα.

Προφανώς ξέχασε ο τρόφιμος του άστεως ότι τα δέντρα δεν είναι κυρίως φάρμακα ή καλλυντικά φτιαγμένα ειδικά για κείνον, δεν είναι αντικείμενα εξυπηρέτησης, αλλά μέρη ενός κόσμου που ήταν κάποτε οικείος, απτός. Τον άγγιζαν αυτόν τον κόσμο οι γηγενείς, τον ψηλαφούσαν. Για ένα αντικείμενο που χάνεται μπορεί ο κάτοχός του να στενοχωρηθεί. Δεν θα ριχτεί όμως και σε αγώνες, προκειμένου να το σώσει από την εξαφάνιση. Για να υπερασπιστούν επομένως οι Έλληνες τον τόπο τους, για να αποσοβήσουν την καταστροφή της υπαίθρου θα έπρεπε να μπορούν να νιώσουν αγάπη και πόνο γι΄ αυτά που δεν βρίσκονται καθημερινά μπροστά τους, που δεν είναι αντικείμενα ή άνθρωποι σαν αντικείμενα. Αντικρύζουν την ύποπτη άσφαλτο, αλλά είναι ανάγκη να φανταστούν και το αθώο χορτάρι. Αντικρύζουν τη φυλή των κερδοσκόπων, αλλά είναι ανάγκη να φανταστούν και το είδος των εντίμων. Αντικρύζουν θλιβερά μέλη ενός συνόλου, αλλά χρειάζεται να πιστέψουν ότι το σύνολο δεν είναι ένα άθροισμα από τέτοια μέλη.

Για μια «ιδέα» έτσι κι αλλιώς αγωνίζονται πάντα οι άνθρωποι. Με τη διαφορά ότι σήμερα οι ιδέες γενικά θεωρούνται κάτι σαν επικίνδυνο διεγερτικό! Δεν τις συνιστούν οι ειδικοί επί της διαχείρισης ψυχών και σωμάτων, τις χαρακτηρίζουν ανθυγιεινές. Όποιος τις δοκιμάσει, λένε, κινδυνεύει να προσκολληθεί σε φαντασιώσεις, σε νοσταλγίες, σε μεγαλομανίες. Τι πάει να πει τόπος, γη, πατρίδα; Είναι σκέτος αέρας. Μην υπερβάλλετε λοιπόν συμβουλεύουν οι προσγειωμένοι. Μπορείτε ίσως κάτι να κάνετε για να περιορίσετε τις φωτιές, μη φθάσετε όμως και να τσουρουφλιστείτε. Θα γίνει πιστευτό αυτό; Θα πειστούμε να ζήσουμε με τη στάχτη μέσα μας και με την επιδερμίδα άθικτη;

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών