Ερεθιστική και σαν τίτλος και σαν περιεχόμενο είναι η έκθεση «Παρίσι- Ζωγραφική» και η επίσκεψη στους τρεις ορόφους του Ιδρύματος Θεοχαράκη αποζημιώνει τον φιλότεχνο με τους πίνακες 22 πολύ γνωστών ζωγράφων που ζουν στο Παρίσι εδώ και δεκαετίες, προερχόμενοι από άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και άλλα μέρη του κόσμου.

Δίπλα στους πίνακες εκτίθενται και φωτογραφίες τους από τον φωτογράφο Ντ. Λουλου, καθώς και ένα μεγεθυσμένο κείμενο για το έργο, από συγγραφείς που οι ίδιοι οι ζωγράφοι επέλεξαν, ενώ στο εισαγωγικό κείμενο η επιμελήτρια Κ. Φουργκό-Λαβίλ αναφέρει τα ιδιαίτερα βιογραφικά γνωρίσματα καθενός, το πώς τον έψαξε στη γειτονιά όπου ζει και εμπνέεται. Η γενική εικόνα είναι όχι απλώς ζωγραφική, αλλά αυτό που θα λέγαμε «διακειμενική», αφού ζωγραφική, φωτογραφία και κείμενα βρίσκονται σε διάλογο, με το Παρίσι σαν νοούμενο πολεοδομικό και ιδεολογικό υπόβαθρο.

Ο πειρασμός είναι μεγάλος να μη μείνει κανείς μόνο στα εκθέματα που αντικρύζει, αλλά να επεκταθεί. Αφενός στους άλλους Έλληνες ζωγράφους που μεταφέρουν αυτό το κλίμα εδώ, ο Λ. Κρεμονίνι π.χ. είναι πολύ δημοφιλής δάσκαλος ανάμεσα σε πολλούς νέους ρεαλιστές (Ε.

Σακαγιάν, Μ. Φιλοπούλου, κ.ά.)

με τα χρώματα να στάζουν πάνω στα τελάρα, ο Βελίσκοβιτς παλιότερα, την εποχή που μαζί με τον Μπέικον προσδιόριζαν και τον δικό μας εξπρεσιονισμό, ο Αλεσίνσκι βρίσκεται στις αφετηρίες του Γ. Κόττη και ο Α. Φασιανός- στα μέτρα του οποίου είναι αυτή η έκθεση- έγινε διεθνής χάρη σ΄ αυτήν τη δεύτερη πατρίδα του. Αρκετούς από αυτούς τους γνωρίζει ο κάθε ενημερωμένος φιλότεχνος ως κορυφαία διεθνή ονόματα, μερικούς ως εκπροσώπους της παλιάς «αναλλοίωτης» ζωγραφικής με πινέλα και μουσαμάδες, άλλους- λιγότερουςως συμμετέχοντες στους τρέχοντες μορφολογικούς προβληματισμούς της νεωτερικής τέχνης.

Μοιάζει τολμηρό, σχεδόν φαίνεται θράσος, να οργανώνεται στις μέρες μας μουσειακή έκθεση

ΙΝFΟ

«Ρaris- Ρeinture», πίνακες ζωγραφικής από 22 κορυφαίους καλλιτέχνες που επέλεξαν το Παρίσι ως δεύτερη πατρίδα τους, μαζί με λογοτεχνικά κείμενα και φωτογραφίες τους, Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β.-Μ. Θεοχαράκη, Β. Σοφίας 9- Μέρλιν, τηλ. 210-3611.206, μέχρι 12 Οκτωβρίου.

με περιεχόμενο τέτοιους ζωγράφους, αφού στο προσκήνιο της επικαιρότητας βρίσκονται μονίμως οι εικαστικές εκδηλώσεις με επιδίωξη καινοτομίας στα εκφραστικά μέσα, οι «καθαροί ζωγράφοι» μοιάζουν παλιομοδίτικοι, εκτός συγκυρίας. Το ευρύ κοινό ωθείται σε έναν συμφυρμό ανάμεσα σε αυτό που ακούγεται με αυτό που είναι πραγματικό, έτσι οι ζωγράφοι που δεν έχουν παραξενιές δεν ενδιαφέρουν παρά ελαχίστους. Είναι μία έκθεση που συμπληρώνει ένα ενημερωτικό κενό, χρήσιμη.

Στη σύλληψή της πάντως επιστρατεύεται και η παραδοσιακή γέφυρα ζωγραφικής και λογοτεχνίας, δεσμός ισχυρός στη Γαλλία από τα χρόνια του σουρεαλιστή Α. Μπρετόν και του τεχνοκριτικού- πολιτικου Α. Μαλρό, και στην Ελλάδα το ίδιο αφού η γλώσσα είναι κατά παράδοση πολιτιστικό όργανο ισχυρότερο από την εικόνα.

Ξαναγίνεται λοιπόν το Παρίσι μια καλλιτεχνική μητρόπολη, όπως στα χρόνια που φιλοξενούσε το ξεκίνημα της σύγχρονης τέχνης, έλκοντας και τον Ολλανδό Βαν Γκογκ ή τον Ισπανό Πικάσο; Αυτό είναι ίσως το κρυμμένο μήνυμα στο βάθος βάθος της έκθεσης, και ο φιλότεχνος έχει πολλές σοβαρές αφορμές να το σκεφθεί, έστω κι αν γνωρίζει το σημερινό αδιαμφισβήτητο κύρος της Μαδρίτης, του Βερολίνου, του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης, του Τόκιο. Στους πίνακες πάντως η ιδεολογική αίσθηση είναι περισσότερο πολυσυλλεκτική παρά δηλωτική μιας ιδιαίτερης άποψης, ενός «ειδικού σημείου αναφοράς΄. Χρωματικός λυρισμός (Αλεσίνσκι), παραμορφωτική ένταση (Βελίσκοβιτς), συναρμολόγηση πολύχρωμων μικροεπιφανειών (Αρόγιο), ποιητική εξιδανίκευση του λαϊκού (Φασιανός).

Σαν πολυεθνικό μωσαϊκό που θέλει να βρει ένα επίκεντρο αλλά μένει στις αφετηρίες του. Αυτό εν τέλει είναι που κάνει την έκθεση ερεθιστική παρά την ήσυχη διαδρομή του βλέμματος πάνω στους πίνακες, τις φωτογραφίες και τα κείμενα στους τοίχους.