Υπάρχουν περιπτώσεις κοινής ονομασίας μεταξύ μίας χώρας και της περιοχής μίας άλλης γειτονικής χώρας, π.χ. Μογγολία – Μογγολία στην Κίνα, Μεγάλη Βρετανία- Βρετάνη στη Γαλλία, Δουκάτο του Λουξεμβούργου – Λουξεμβούργο στο Βέλγιο, ή περιπτώσεις με σύνθετη ονομασία μεταξύ γειτονικών χωρών, π.χ. Μπαγκλαντές (χώρα των Βεγγάλων) και Δυτική Βεγγάλη στις Ινδίες, Ιρλανδία- Βόρεια Ιρλανδία, Μεξικό- Νέο Μεξικό, κ.ά. Προς τι λοιπόν, λένε οι ξένοι, το Μακεδονικό από το 1991 μέχρι σήμερα ως έντονη άλυτη διένεξη; Η απάντηση που για αυτούς δεν είναι προφανής είναι διττή: (α) είναι οι αμοιβαίοι φόβοι για τις «πραγματικές προθέσεις» της άλλης πλευράς και (β) οι σκελετοί στην ντουλάπα, για να χρησιμοποιήσω μία παραστατική αγγλική έκφραση.

Οι Έλληνες πιστεύουν ότι το όνομα «Μακεδονία» κρύβει αλυτρωτισμό και αμφισβήτηση των συνόρων εις βάρος της χώρας τους. Συνεπώς μία λύση με σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό είναι απαραίτητη και μάλιστα σαφές δείγμα διαλλακτικότητας της Αθήνας, στο οποίο όμως η άλλη πλευρά δεν ανταποκρίνεται. Άρα, συμπεραίνεται, τρέφει αλυτρωτισμό.

Σε ό,τι αφορά την άλλη πλευρά, πιστεύουν ότι η Ελλάδα τους παιδεύει και δεν τους αναγνωρίζει με το όνομά τους όχι επειδή φοβάται αλυτρωτισμό (μια και αυτό άλλωστε δεν ισχύει και θα ήταν και εντελώς παράλογο στη σημερινή εποχή και ειδικά στο ευρωπαϊκό πλαίσιο), αλλά επειδή στην πραγματικότητα η Αθήνα θεωρεί ότι η χώρα τους δεν έχει λόγο ύπαρξης και δεν διαθέτει καν εθνική ταυτότητα ή ξεχωριστή γλώσσα. «Μας θεωρεί ανύπαρκτους και αυθαίρετο κατασκεύασμα», λένε, γι΄ αυτό φέρεται με τέτοια αλαζονεία.

Είναι προφανές ότι και οι δύο πλευρές επιμένουν, επιλεκτικά και αδιέξοδα, να κοιτάνε μόνο τις θέσεις των πλέον ακραίων εκάστης πλευράς, π.χ. στην περίπτωση της γείτονος τη γραμμή Παπαθεμελή- Σαμαρά.

Ας δούμε τώρα τους σκελετούς στην ντουλάπα. Σε μας η δυσκολία αναγνώρισης γλώσσας και «μακεδονικής» εθνικής ταυτότητας κρύβει τουλάχιστον δύο πράγματα:

1ον. Τη μη αναγνώριση σλαβομακεδονικής εθνοτικής ομάδας στην Ελλάδα. Αν και οι άνθρωποι αυτοί που ζουν σήμερα στη Βορειοδυτική Μακεδονία αριθμούν μόνο μερικές χιλιάδες (άρα ουδόλως απειλείται η ελληνική εδαφική

ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ

και ειλικρινείς διαπραγματεύσεις Αθηνών- Σκοπίων, χωρίς μεσολαβητή, με στόχο την ανεύρεση λύσης χωρίς «νικητή- ηττημένο»

ακεραιότητα) και ένα μέρος τους έχουν πλέον ελληνική εθνική συνείδηση, εντούτοις η Αθήνα τρέμει την παραμικρή αναφορά σ΄ αυτούς και στην αναγνώριση της ύπαρξής τους. Γιατί; Μεταξύ άλλων γιατί αποκρύπτεται το γεγονός ότι είχαν καταπιεστεί στον Μεσοπόλεμο και όταν έφυγαν με τον ΕΛ.ΑΣ., στον ελληνικό εμφύλιο το 1948-49, δημεύθηκε η περιουσία τους και έκτοτε δεν τους επιτρέπεται να επιστρέψουν στην πατρογονική τους γη.

2ον. Το γεγονός ότι οι σημερινοί κάτοικοι της ελληνικής Μακεδονίας δεν είναι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία αυτόχθονες, αλλά πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, άρα, θα μπορούσε να πει κάποιος κακοπροαίρετος τρίτος, με λιγότερα δικαιώματα στη γη της Μακεδονίας από τους εκδιωχθέντες Σλαβομακεδόνες που είναι γηγενείς κάτοικοι της Μακεδονίας επί αιώνες. Σημειώνεται ότι πριν από 100 χρόνια, στην περιοχή τής μετέπειτα ελληνικής Μακεδονίας (δηλαδή στο 51% της γεωγραφικής Μακεδονίας), το 36% και άνω ήταν μουσουλμάνοι, που μιλούσαν τουρκικά, αλβανικά, σλαβικά (οι Πομάκοι), ελληνικά (οι Βαλαάδες) ή ρομανί, το 28% ήταν ελληνόφωνοι χριστιανοί, το 23-25% σλαβόφωνοι χριστιανοί και υπήρχαν και 9% Εβραίοι, κ.ά.

Ορισμένοι από τους σκελετούς της άλλης πλευράς είναι οι εξής:

1ον. Αν και βρίσκονταν στην ευρύτερη Μακεδονία επί αιώνες (και πριν από την εποχή του Κύριλλου και του Μεθόδιου), εντούτοις άργησαν πολύ να αποκτήσουν ξεχωριστή εθνική ταυτότητα. Είναι το προτελευταίο νέο έθνος των Βαλκανίων (με τελευταίο τους Βόσνιους Μουσουλμάνους), με ιστορία το πολύ 100 χρόνων. Αρχικά πολλοί ταυτίζονταν με τους Βουλγάρους και τον βουλγαρικό εθνικισμό. Μάλιστα ορισμένοι, αν και σλαβόφωνοι, ταυτίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα με τους Έλληνες (αρχικά ως «πατριαρχικοί») και έγιναν Έλληνες ή άλλαζαν ταυτότητα κατά περίπτωση.

2ον. Ορισμένοι από αυτούς, ειδικά στην ελληνική Μακεδονία, συνεργάστηκαν με τους κατακτητές το 1940-44 και κατά κύριο λόγο με τους εθνοτικά συγγενείς τους Βουλγάρους (άλλο αν οι δεύτεροι ήταν τόσο βάναυσοι ώστε αποξένωσαν τους Σλαβομακεδόνες αντί να τους ενσωματώσουν).

Και έρχομαι στο διά ταύτα. Διαδικαστικά να λάβουν χώρα ουσιαστικές και ειλικρινείς διμερείς διαπραγματεύσεις Αθηνών- Σκοπίων, χωρίς κανένα μεσολαβητή (τον Νίμιτς ή άλλο), με στόχο την ανεύρεση λύσης χωρίς «νικητή- ηττημένο», αλλά με δύο κερδισμένους, λύσης «θετικού αθροίσματος». Από πλευράς ουσίας, εκείνοι θα πρέπει να διασκεδάσουν τους δικούς μας φόβους περί αλυτρωτισμού δείχνοντας χειροπιαστά πόσο αβάσιμοι είναι· και από την πλευρά μας να τους δείξουμε ξεκάθαρα ότι τους σεβόμαστε ως κράτος, ως έθνος, ως γλώσσα.

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.