Υποτίθεται πως θα ήταν η οριστική ταφόπλακα στις φιλοδοξίες των εφημερίδων για κυριαρχία στον χώρο του Ίντερνετ. Άλλωστε, η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση των χρηστών του Διαδικτύου για βίντεο περιεχόμενο (από μικρά κλιπ σε ωριαία αφιερώματα) δεν συνάδει καθόλου με τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες του Τύπου. Όχι πως οι νέες προτιμήσεις του κοινού εκπλήσσουν κανέναν: η επιταχυνόμενη μετάβαση σε ευρυζωνικές συνδέσεις- που επιτρέπει τη μετάδοση και κατανάλωση οπτικοακουστικού περιεχομένου, αντί μόνο απλού κειμένου- αναπόφευκτα θα οδηγούσε την αγορά μπροστά σε νέα δεδομένα. Ο μεγιστάνας των μίντια Ρούπερτ Μέρντοκ είχε προειδοποιήσει προ τριετίας: «Ο Τύπος δεν δύναται να επαναπαυθεί αφού η έμφαση στην ειδησεογραφία περνάει οριστικά από κείμενο στο βίντεο».

Θα περίμενε κανείς, συνεπώς, οι online εφημερίδες να βρίσκονται σε τροχιά συρρίκνωσης ενώ οι ιστοσελίδες τηλεοπτικών σταθμών – με πλήρες πρόγραμμα ήδη έτοιμο- να αναπτύσσονται δυναμικά. Κι όμως, η τηλεόραση δείχνει σήμερα να περνάει τα ίδια «υπαρξιακά» προβλήματα που αντιμετώπισε ο Τύπος προ δεκαετίας, όταν μόνο η μετάδοση κειμένου και μικρών φωτογραφιών ήταν εφικτή στο Ίντερνετ. Εν ολίγοις, οι ιθύνοντες της μικρής οθόνης δεν έμαθαν από την εμπειρία των εντύπων και φοβούνται τον «κανιβαλισμό» του παραδοσιακού τους προϊόντος στο Διαδίκτυο, δηλαδή τη μετατόπιση κοινού που θα μειώσει την τηλεθεάση και, κατά συνέπεια, τα διαφημιστικά τους έσοδα. Φυσικό επακόλουθο τα βήματά τους να είναι κατά κανόνα συντηρητικά ενώ, αντίθετα, οι εφημερίδες περνούν στην αντεπίθεση: με κλασικότερα παραδείγματα τις βρετανικές «Guardian» (που έχει ξεκινήσει σειρά μίνι ντοκιμαντέρ) και «Daily Τelegraph» (που δημιούργησε το ιντερνετικό κανάλι ΤelegraphΤV), ο Τύπος εμφανίζεται σαφώς πιο έτοιμος να ανταποκριθεί στη ζήτηση του κοινού. Πιθανόν διότι βρίσκεται μία δεκαετία μπροστά σε ό,τι

Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΔΕΙΧΝΕΙ ΣΗΜΕΡΑ

να περνάει τα ίδια «υπαρξιακά» προβλήματα που αντιμετώπισε ο Τύπος προ δεκαετίας, όταν μόνο η μετάδοση κειμένου και μικρών φωτογραφιών ήταν εφικτή στο Ίντερνετ

αφορά τόσο την τεχνογνωσία διαδικτυακών εκδόσεων όσο και την εταιρική κουλτούρα, δηλαδή την αποδοχή από πλευράς εργαζομένων ότι το μέλλον είναι πολυμεσικό.

Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς το online βίντεο εξελίσσεται γοργά σε δημοφιλή επιλογή όχι μόνο των χρηστών αλλά και των διαφημιζομένων- σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς, συνιστά τον καταλύτη που θα απογειώσει τη διαφήμιση στο Ίντερνετ. Για παράδειγμα, η αμερικανική εταιρεία ερευνών Φόρεστερ εκτιμά ότι εντός τριετίας θα αντιπροσωπεύει το 15% των συνολικών δαπανών. Οι λόγοι είναι προφανείς: καθώς το προβαλλόμενο υλικό είναι μία εκδοχή του υπάρχοντος τηλεοπτικού σποτ, το κόστος παραγωγής παραμένει χαμηλό ενώ, παράλληλα, μία τέτοια ενέργεια συνδυάζει τον ισχυρό αντίκτυπο μίας τηλεοπτικής διαφήμισης με τη μετρησιμότητα και τις δυνατότητες στόχευσης του Διαδικτύου. Επιπρόσθετα, αυτή η πρακτική «ανακύκλωσης» του σποτ αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για να πεισθούν τα (συχνά, κάπως ηλικιωμένα) ανώτατα στελέχη των διαφημιζόμενων επιχειρήσεων να επενδύσουν σε ένα Μέσο που δεν χρησιμοποιούν και, ενίοτε, δεν πολυκαταλαβαίνουν. Τέλος, η ευκαιρία για τις εφημερίδες ενέχει και μείζονα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Οι διαφημιζόμενοι που μετακινούνται στο Ίντερνετ με μοχλό το βίντεο είναι οι παραδοσιακοί πελάτες της τηλεόρασης. Έτσι, το νέο Μέσο μεμιάς μετατρέπεται στη μεγαλύτερη (εδώ και δεκαετίες) ευκαιρία του Τύπου να τους ανακτήσει.

Ωστόσο, θα ήταν χρήσιμο οι σχετικές προσδοκίες να μην αυξάνοταν πρόωρα. Οι δημοφιλέστερες υπηρεσίες βίντεο στο Ίντερνετ δεν είναι αυτές με ειδησεογραφικό ή ευρύτερα ενημερωτικό χαρακτήρα, αλλά εκείνες που προκρίνουν το πάσης φύσεως ψυχαγωγικό περιεχόμενο. Άλλωστε, ο ψηφιακός κόσμος συνιστά αντανάκλαση του αναλογικού, όπου το κατ΄ εξοχήν ψυχαγωγικό Μέσο (η τηλεόραση) προηγείται αυτού της ενημέρωσης (εφημερίδες) στην κάλυψη κοινού – θα ήταν πολύ περίεργο να συνέβαινε το αντίθετο στο Διαδίκτυο. Υπάρχει εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα; Ναι, αλλά μάλλον δεν απειλεί τη διαφημιστική απορρόφηση των ανταγωνιζόμενων Μέσων: η πορνογραφία.

Ο Κωνσταντίνος Καμάρας είναι σύμβουλος της Διεθνούς Ένωσης Εφημερίδων και αντιπρόεδρος του ΙΑΒ Εurope, πανευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαδραστική επικοινωνία.