Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για τα σημερινά φαινόμενα διαφθοράς υπάρχουν σαφείς και συγκεκριμένες κυβερνητικές ευθύνες. Εκτός όμως από αυτές, η σωρεία των πρόσφατων σκανδάλων εγείρει κι ένα γενικότερο ζήτημα αξιοπιστίας για το ευρύτερο πολιτικό σύστημα. Το οποίο, παρά την ωριμότητα που κατέκτησε επί 34 χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, συλλαμβάνεται να ανέχεται, να επιτρέπει ή συχνά και να συντηρεί εκφυλιστικά φαινόμενα.

Κατ΄ αρχήν, ερωτηματικά προκαλεί το τεράστιο έλλειμμα δημοκρατικής διακυβέρνησης που αποκαλύπτεται πίσω από τις υπερεξουσίες που αποκτούν οι πρωθυπουργικές παρέες και οι λογής «κολλητοί». Όπως και η ευκολία με την οποία τα κυβερνητικά στελέχη μπορούν να καταχρώνται την εξουσία που απορρέει από τη θέση τους. Είναι πια γνωστό ότι πίσω από τις πολυδιαφημισμένες από την κυβέρνηση ροζ διαστάσεις της ερωτικής σχέσης του πρώην γενικού γραμματέα με την υφισταμένη του, κρύβονται οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις μονιμοποίησής της. Οι οποίες άλλωστε και κατέστησαν τον Ζαχόπουλο ευάλωτο σε εκβιασμό…

Σοβαρά ερωτηματικά όμως προκαλούν και οι αποκαλύψεις για τις σχέσεις διαπλοκής του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος με εκδοτικά συμφέροντα, όπως αυτές διαγράφονται πίσω από τη συναλλαγή των συμβούλων του Πρωθυπουργού με τον εκδότη- βιντεοκομιστή.

Αλλά και η ευκολία με την οποία μια κυβέρνηση αποκρύπτει την αλήθεια και συγκαλύπτει τα σκάνδαλα δημιουργεί τεράστια ερωτηματικά. Από την «παραίτηση» Ζαχόπουλου για «λόγους υγείας» και την αδικαιολόγητη καθυστέρηση του Μαξίμου να παραπέμψει την υπόθεση στη Δικαιοσύνη έως την ένοχη κάλυψη του βιντεοκομιστή με πρόσχημα το δημοσιογραφικό απόρρητο, η εικόνα μιας κυβέρνησης που ψεύδεται και προστατεύει όσους παρανομούν γεννά εύλογα ερωτηματικά για τη θεσμική επάρκεια των μηχανισμών ελέγχου.

Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα, όταν με αφορμή τα φαινόμενα διαφθοράς εγείρονται ερωτηματικά για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και των αρχών που υποτίθεται ότι είναι εντεταλμένες να ελέγχουν τη διαφθορά. Όπως συνέβη πρόσφατα δύο φορές. Μία με αφορμή το «κλείσιμο» του φακέλου της υπόθεσης των υποκλοπών και μία με την «εξαφάνιση» του πορίσματος Ζορμπά για τα ομόλογα.

Η βολική λοιπόν για την κυβέρνηση θεωρία των μεμονωμένων υποθέσεων, με τις προσωπικές κάθε φορά ευθύνες των εμπλεκομένων που καταλήγουν στη Δικαιοσύνη, δεν είναι επαρκής ούτε για να ερμηνεύσει ούτε και για να εξυγιάνει την κατάσταση. Γιατί η διαφθορά αποτελεί

Η ΣΕ ΕΝΔΕΙΞΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

στροφή των πολιτών προς τα λεγόμενα «μικρά» κόμματα δεν σημαίνει πάντως κατ΄ ανάγκη ότι κι αυτά είναι αθώα

ένα εκφυλιστικό πολιτικό φαινόμενο, χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος εντός του οποίου εκτρέφεται και συντηρείται. Πίσω, συνεπώς, από την προσπάθεια της κυβέρνησης να συγκαλύψει τα σκάνδαλα δεν κρύβεται μόνο η αγωνία της να κρύψει τις πομπές της. Αποκαλύπτεται και η απελπισμένη προσπάθειά της να κρύψει τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος το οποίο υπηρετεί.

Η δυσφορία που εκφράζεται λοιπόν σήμερα μέσω των δημοσκοπήσεων για την κυβέρνηση αντανακλά αναμφίβολα την απογοήτευση της κοινωνίας για την ηθική και πολιτική έκπτωση μιας πολιτικής δύναμης που, έχοντας σηκώσει πολύ υψηλά τον πήχυ των προσδοκιών, υφίσταται σήμερα τις συνέπειες της αποκάλυψης της θλιβερής ανικανότητας και ιδιοτέλειάς της.

Όσο όμως οι πολίτες δυσφορούν για την κυβέρνηση, άλλο τόσο, αν όχι και περισσότερο, δυσφορούν και για το ΠΑΣΟΚ. Καθώς τα τέσσερα χρόνια από την απομάκρυνσή του από την εξουσία δεν είναι αρκετά για να μηδενίσουν τις ευθύνες του για τις σημερινές παθογένειες του πολιτικού συστήματος.

Η σε ένδειξη διαμαρτυρίας στροφή των πολιτών προς τα λεγόμενα «μικρά» κόμματα δεν σημαίνει πάντως κατ΄ ανάγκη ότι κι αυτά είναι αθώα. Αφού είναι γνωστό ότι κι αυτά συντηρούν τις ίδιες κομματικές δομές και λειτουργούν στο ίδιο πολιτικό σύστημα. Απλώς δεν είχαν μέχρι τώρα τη δυνατότητα, ως κυβερνήσεις, να επωφεληθούν… Η ανάδειξη άλλωστε από πλευράς των «μικρών» κομμάτων της σημερινής κρίσης ως κρίσης του δικομματισμού, καμία λύση δεν δίνει στο πρόβλημα. Αφού αυτή η πολιτική, αντί να βλέπει το δάσος της παθογένειας των κομματικών θερμοκηπίων εντός των οποίων αναπτύσσεται η διαφθορά και της θεσμικής ανεπάρκειας της αποτελεσματικής αντιμετώπισής της, δείχνει το δέντρο του συμψηφισμού σημερινών και παλαιότερων σκανδάλων.

Για να υπερβεί το πολιτικό σύστημα τη σημερινή κρίση και να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών θα πρέπει να εργαστεί σε δύο κατευθύνσεις: Πρώτα, σ΄ αυτήν της θεσμικής κατοχύρωσης της ουσιαστικής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών. Οι οποίες σήμερα ελέγχονται απολύτως από αυτούς που υποτίθεται ότι καλούνται να ελέγξουν.

Και δεύτερον, υιοθετώντας νέου τύπου κομματικές δομές, ανοικτές στην κοινωνία των πολιτών, με εσωτερική δημοκρατία και αξιοκρατικές επιλογές για τη στελέχωσή τους, ώστε τα κόμματα να αποτελούν πραγματικά κέντρα παραγωγής πολιτικής και όχι φυτώρια διαφθοράς και μηχανισμούς αναπαραγωγής εξουσίας. Γιατί η σημερινή εικόνα τους είναι ο καλύτερος καθρέφτης της μελλοντικής τους διακυβέρνησης. Κερδισμένες από τη σημερινή κρίση θα βγουν εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που θα τολμήσουν να έρθουν σε ρήξη με το κατεστημένο. Ξεκινώντας τις αλλαγές από τον ίδιο τον εαυτό τους.

Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.