Δύο γεγονότα της επικαιρότητας, η υποψηφιότητα Τσίπρα στον ΣΥΝ και η νέα άνοδος της Αριστεράς στις δημοσκοπήσεις, αποτελούν την αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν. Σκέψεις που έχουν σκοπό να εντάξουν τα δύο αυτά γεγονότα σε ευρύτερες διεργασίες της Ευρωπαϊκής Αριστεράς.

1Πολιτισμική ή κοινωνική Αριστερά; Στην Ευρώπη, οι δύο κεντρικές επιλογές που προσδίδουν συνοχή στον έντονα κατακερματισμένο χώρο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι: αφενός η κριτική στις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και αφετέρου ο πολιτισμικός φιλελευθερισμός και οι πολυπολιτισμικές επεξεργασίες. Σε πολλές όμως περιπτώσεις, η δεύτερη επιλογή κυριαρχεί πάνω στην πρώτη, με αποτέλεσμα τα κόμματα του χώρου αυτού, παρά τον νεομαρξισμό και τις αντικαπιταλιστικές βεβαιώσεις τους, να κινδυνεύουν από το σύνδρομο της «πολιτισμικής Αριστεράς» (σύμφωνα με τους αντιπάλους τους, από το σύνδρομο του «πολιτισμικού αριστερισμού»). Η έμφαση στα «δικαιώματα», η ευαισθησία που επιδεικνύουν προς τις εκτός συστήματος ή κυρίαρχης κουλτούρας θεματικές (γυναίκες, ομοφυλόφιλοι, μετανάστες, θρησκευτικές, εθνοτικές ή άλλες μειονότητες), έχει σαν τελική- μη επιδιωκόμενη και μη προσδοκώμενη- συνέπεια την πρακτική υποβάθμιση της κλασικής οικονομικής-κοινωνικής αριστερής αντζέντας. Ο νεομαρξισμός τους παύει, συνεπώς, να είναι κυρίως οικονομικός και μετατρέπεται σε «πολιτισμικό». Έτσι, ένα τμήμα της νέας Ριζοσπαστικής Αριστεράς συμβάλλει, όπως συνέβαλαν η κατάρρευση του κομμουνιστικού εγχειρήματος το 1989 και η νεοφιλελευθεροποίηση της σοσιαλδημοκρατίας, στην υποβάθμιση του σύγχρονου κοινωνικού ζητήματος. Η πολιτισμική Αριστερά εμμέσως επιβεβαιώνει- και εμμέσως ενισχύει- την περιθωριοποίηση των λαϊκών τάξεων.

Στην Ελλάδα, η εξαιρετικά επιτυχημένη προεδρία Αλαβάνου, αν και προσέδωσε στον ΣΥΝ ένα πολιτικό στίγμα πιο αριστερό, λαϊκό και νεανικό, δεν κατάφερε να αλλάξει το παραδοσιακά μεγάλο πρόβλημα του ΣΥΝ: ότι δηλαδή είναι το μόνο ελληνικό κόμμα που συστηματικά υπερεκπροσωπείται στο εσωτερικό των μεσαίων, ιδίως μορφωμένων, τάξεων (Νικολακόπουλος, ΟΠΕΚ, 15/1/2008) και, βέβαια, συστηματικά υστερεί στο εσωτερικό των λαϊκών τάξεων. Φυσικά, η υποψηφιότητα Τσίπρα δεν αποτελεί ρήξη με την εποχή Αλαβάνου. Όμως το προφίλ Τσίπρα διαφέρει από το προφίλ του νυν προέδρου. Λόγω ηλικίας, γενιάς, προηγούμενης οργανωτικής εμπειρίας, λόγω επίσης προσωπικού στυλ, το προφίλ Τσίπρα σπρώχνει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση της «πολιτισμικής Αριστεράς». Τα πρώτα δείγματα γραφής του υποψηφίου (υπερ-έμφαση στον ρόλο

ΘΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΕΙ

σε ποιοτική ισχύ τις ανεπάρκειες των δύο μεγάλων κομμάτων η Αριστερά ή θα περιοριστεί στον καταγγελτικό λόγο;

της νεολαίας, σαν να ζούμε έναν δεύτερο Μάη του ΄68, συνδικαλιστικό και «κινηματικό» ρητορικό στυλ, απουσία λόγου για την Ευρώπη), αν και πρόωρο να κριθούν, είναι ενδεικτικά. Το προφίλ Τσίπρα, παρά το μεγάλο πολιτικό ταλέντο του προσώπου, θα μπορούσε, συνεπώς, να επιτείνει ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό του χώρου της ελληνικής κομμουνιστικής ανανέωσης, ο οποίος είχε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του στη φοιτητική νεολαία, σε τμήματα των μορφωμένων μεσαίων τάξεων, και όχι βέβαια στις λαϊκές γειτονιές. Το πρώτο στοίχημα, συνεπώς, για τη νέα ηγεσία (όποια και αν είναι) θα είναι να βρει τη δύσκολη ισορροπία – προγραμματικά, όχι ρητορικά- ανάμεσα στο «πολιτισμικό» και το «κοινωνικο-οικονομικό». 2Η διαχειριστική ανεπάρκειααφορά τη ζωή των ανθρώπων; Το δεύτερο στοίχημα της Αριστεράς αφορά την κατανόηση της πολιτικής κατάστασης στη χώρα. Η ελληνική Αριστερά, σε σύγκριση με ομόλογα κόμματα της Ευρώπης, διαθέτει ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα: επωφελείται από τη διαχειριστική «αφασία» των δύο μεγάλων κομμάτων, τα οποία δεν επιτελούν βασικές συστημικές λειτουργίες (όπως: η τήρηση των νόμων ή ο επαγγελματισμός στον δημόσιο τομέα). Πράγματι, οι πελατειακές πρακτικές, η πολιτική των «ημετέρων», ο ανορθολογισμός στην κρατική οργάνωση, βρίσκονται στο θεμέλιο του πλήγματος αξιοπιστίας που έχει υποστεί ο λεγόμενος «δικομματισμός». Βρίσκονται στο θεμέλιο, επίσης, της νοσηρότητας που διατρέχει σήμερα την ελληνική κοινωνία. Αυτό άλλωστε εξηγεί γιατί, στη σημερινή Ελλάδα, καταγράφεται μια έντονη ενίσχυση της κριτικής προς το πολιτικό σύστημα, ενώ η βάση του αντικαπιταλισμού έχει σημαντικά μειωθεί.

Δεν είναι συνεπώς μόνον η οικονομία, μόνον οι ανεπαρκείς πολιτικές αναδιανομής ή μόνον ο νεοφιλελευθερισμός που ερμηνεύουν την άνοδο της Αριστεράς στη χώρα μας. Και δεν ήταν τυχαία η επιτάχυνση της τάσης εκλογικής ενίσχυσής της μετά τις πυρκαγιές της Πάρνηθας και της Ηλείας. Θα μετατρέψει σε ποιοτική ισχύ τις ανεπάρκειες των δύο μεγάλων κομμάτων η Αριστερά ή θα περιοριστεί στον καταγγελτικό λόγο; Θα διατυπώσουν τα αριστερά κόμματα, τα οποία στηρίζουν την πολιτική τους στην αξιοδότηση του σχεδιασμού, μια επεξεργασμένη πολιτική για τον δημόσιο τομέα, για τον τομέα της υγείας ή της παιδείας; Ή θα εξακολουθήσουν να στηρίζουν (διά της σιωπής) πολιτικές που διαφημίζουν, μέσω των αποτυχιών τους, την αποτελεσματικότητα της αγοράς; Η προγραμματική σύνθεση που θα δώσει διάρκεια στη σημερινή ανοδική δυναμική των κομμάτων της Αριστεράς περνάει μέσα από τη δύσκολη ισορροπία τριών μεταβλητών: οικονομική πολιτική + πολιτισμικός φιλελευθερισμός + διαχειριστική αποτελεσματικότητα.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο