Η κυβερνητική τροπολογία για τις κάμερες παρέχει τη δυνατότητα στην Αστυνομία- με εντολή του εισαγγελέα – να βιντεοσκοπεί διαδηλώσεις και άλλες δημόσιες συναθροίσεις, «εφ΄ όσον επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια».

Η ρύθμιση αυτή είναι επικίνδυνη, πρώτον, γιατί επιτρέπει τη λήψη του επίμαχου μέτρου και προληπτικά, δηλαδή χωρίς να έχει μεσολαβήσει κάποια αξιόποινη πράξη και δεύτερον, γιατί δεν εισάγει επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών.

Είναι πράγματι δύσκολο να φαντασθεί κανείς με ποια στοιχεία ο αρμόδιος εισαγγελέας θα μπορούσε να απορρίψει αίτημα της Αστυνομίας να λειτουργήσουν οι κάμερες. Διότι, ακόμη και αν ο ίδιος δεν έχει πεισθεί ότι επίκεινται ταραχές, δεν θα μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά την περί του αντιθέτου εκτίμηση της Αστυνομίας, αφού ούτε δικά του στοιχεία διαθέτει ούτε δικές του πηγές πληροφόρησης.

Σε κάθε περίπτωση, ο εισαγγελέας δεν είναι στη χώρα μας ανεξάρτητος όπως οι δικαστές.

Τουναντίον, «οφείλει να εκτελεί τις παραγγελίες των προϊσταμένων του». Με τους τελευταίους, όπως ρητά ορίζει ο νόμος, συνδέεται με «σχέση ιεραρχικής εξάρτησης» (άρθρο 24 παρ. 4 ν. 1756/1988). Όσο για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προϊστάμενο όλων των εισαγγελέων, τον επιλέγει ως γνωστόν η εκάστοτε κυβέρνηση (άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος).

Τα ανωτέρω αποτελούν τη φανερή όψη τής υπό ψήφιση τροπολογίας και έχουν κατά κόρον επισημανθεί από πολλές έγκριτες γραφίδες τις τελευταίες εβδομάδες. Σε ό,τι με αφορά, θα προσπαθήσω να αναδείξω την κρυφή πλευρά της νέας ρύθμισης που, όπως πιστεύω, εγκυμονεί μακροπρόθεσμα ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους.

Ειδικές περιστάσεις. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι, κάτω από ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις, η Αστυνομία μπορεί να πάρει προληπτικά μέτρα για να αποτρέψει σοβαρούς κινδύνους στη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Τέτοιες περιστάσεις ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, για την ασφαλή διεξαγωγή των οποίων ορθά, κατά τη γνώμη μου, επετράπη όχι μόνον στο γνωστό Ζέπελιν να υπερίπταται της Αθήνας, αλλά και στην Αστυνομία να εγκαταστήσει τις επίμαχες κάμερες και να τις λειτουργήσει επί τρίμηνο, 24 ώρες το 24ωρο, στις κεντρικές αρτηρίες της πόλης. Άλλες τέτοιες περιστάσεις θα μπορούσαν να είναι μια τυχόν επανεμφάνιση της τρομοκρατίας, ένα πόλεμος, αλλά ακόμη και μια δυσάρεστη διεθνής εμπλοκή της χώρας.

Όταν συντρέχουν τέτοιες συνθήκες, κανένας καλόπιστος άνθρωπος δεν μπορεί να έχει αντίρρηση να τοποθετηθούν και να λειτουργήσουν (με σχέδιο και ημερομηνία λήξης) κάμερες ασφαλείας, που θα μπορούσαν να αποτρέψουν χτυπήματα και να σώσουν ζωές. (Αυτό συνέβη στο Λονδίνο παλαιότερα, μετά τα χτυπήματα του ΙRΑ, στο Παρίσι πιο πρόσφατα και στη Νέα Υόρκη μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001). Το ίδιο και υπό ομαλές περιστάσεις, για την προστασία εντοπισμένων στόχων, όπως π.χ. θα ήταν μια πρεσβεία, η Βουλή, ένα εμπορικό κέντρο, ένα υπουργείο, ή το σπίτι ενός επιχειρηματία που έχει δεχθεί απειλές. «Ανεξάρτητη Αρχή». Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, σε όλα τα μήκη και πλάτη, το ζήτημα δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, αν θα μπορούν να λειτουργούν ή όχι οι κάμερες ασφαλείας, αλλά με ποιες εγγυήσεις θα πρέπει να επιτραπεί η λειτουργία τους. Στη χώρα μας, την κρίσιμη επιλογή γι΄ αυτό το θέμα δεν την έκανε ο κοινός νομοθέτης, αλλά ο ο αναθεωρητικός, το 2001. Με το νέο άρθρο 9Α του Συντάγματος, ανέθεσε την προστασία των προσωπικών δεδομένων- όλων των προσωπικών δεδομένων χωρίς εξαίρεση- σε «Ανεξάρτητη Αρχή» (την Αρχή Προστασίας Δεδομένων του ν. 2472/1997). Και τούτο για κάθε περίσταση, ακόμη δηλαδή και όταν συντρέχουν εξαιρετικές συνθήκες, όπως οι ανωτέρω, αφού δεν προβλέπεται καμιά δυνατότητα αναστολής της ισχύος του άρθρου 9Α.

Έχει υποστηριχθεί από ορισμένους ότι η καταγραφή ήχων και εικόνων από κάμερες ασφαλείας σε δημόσιους χώρους δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9Α του Συντάγματος, γιατί τάχα δεν αφορά την ιδιωτική αλλά τη δημόσια ζωή των ατόμων. Έτσι, σύμφωνα με αυτή την άποψη, η βιντεοσκόπηση όσων προσέρχονται σε μια διαδήλωση εκφεύγει δήθεν της αρμοδιότητας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων και μπορεί να υπαχθεί στην εισαγγελική αρχή, αρμόδια κατά νόμο για τη «διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης». Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Διότι η έννοια των προσωπικών δεδομένων εκτείνεται σε οποιαδήποτε πληροφορία αφορά το άτομο, είτε στην ιδιωτική είτε στη δημόσια ζωή του. Για παράδειγμα, προσωπικό δεδομένο- και μάλιστα ευαίσθητο- είναι η ιδιότητα κάποιου ως μέλους ενός πολιτικού κόμματος ή ως πιστού μιας θρησκείας, παρά το γεγονός ότι αυτός συμμετέχει σε δημόσιες

Με ποια στοιχεία ο αρμόδιος εισαγγελέας θα μπορούσε να απορρίψει αίτημα της Αστυνομίας να λειτουργήσουν οι κάμερες τη στιγμή μάλιστα που οφείλει να εκτελεί παραγγελίες;

συγκεντρώσεις του πρώτου ή σε ανοιχτές λατρευτικές τελετές της δεύτερης αντίστοιχα. Πρόκειται για προσωπικό δεδομένο, που ο ενδιαφερόμενος έχει κάθε δικαίωμα να το κρατήσει κρυφό, όχι μόνον από το κράτος αλλά και από τον διαφορετικών αντιλήψεων εργοδότη ή συνεταίρο του. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι αυτό ακριβώς έκριναν και οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Στρασβούργου, τις οποίες παραπλανητικά επικαλείται η εισηγητική έκθεση της επίμαχης τροπολογίας (Ρeck κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 28.1.2003 κ.ά.) και οι οποίες- όλες ανεξαιρέτως – έκριναν ότι η συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (δηλαδή στις εγγυήσεις της ιδιωτικής ζωής).

Απαγόρευση επεξεργασίας. Κατόπιν αυτού, το αν ο αναθεωρητικός νομοθέτης ενήργησε ορθά ή όχι όταν ανέθετε- χωρίς καμιάν εξαίρεση- την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε μιαν Ανεξάρτητη Αρχή και όχι στη Δικαιοσύνη (ούτε πολύ λιγότερο στην εισαγγελία) είναι αδιάφορο. Διότι το άρθρο 9Α του Συντάγματος δεν μπορούσε να είναι σαφέστερο: καταλαμβάνει όλα τα προσωπικά δεδομένα και, επί πλέον, ρυθμίζει κάθε συλλογή, επεξεργασία και χρήση τους από οποιονδήποτε, τόσο υπό ομαλές όσο και υπό εξαιρετικές περιστάσεις.

Εξίσου αδιάφορη είναι και η δυνατότητα εξαίρεσης από την αντίστοιχη κοινοτική προστασία των προσωπικών δεδομένων τα οποία αφορούν τη δημόσια και εθνική ασφάλεια, καθώς και την ασφάλεια του κράτους. Την απόκλιση αυτή αναγνωρίζει ως ευχέρεια στα κράτη-μέλη το άρθρο 3 παρ. 2 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, την οποία κακώς επίσης επικαλείται η εισηγητική έκθεση τής υπό ψήφιση τροπολογίας. Διότι, εν όψει της συνταγματικής κατοχύρωσης της προστασίας- όλων χωρίς εξαίρεση- των προσωπικών δεδομένων από την Ανεξάρτητη Αρχή του άρθρου 9Α του Συντάγματός μας, η ευχέρεια που η κοινοτική αυτή Οδηγία αναγνωρίζει στον εθνικό νομοθέτη είναι για την Ελλάδα άνευ αντικειμένου.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ρητή εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του ν. 2472/1997 (και άρα από το πεδίο εφαρμογής του ίδιου του άρθρου 9Α του Συντάγματος) των επίμαχων δεδομένων είναι ευθέως αντισυνταγματική. Διότι δεν πρόκειται για απαλλαγή των δικαστικών, των εισαγγελικών και των αστυνομικών αρχών από μιαν ή περισσότερες από τις ειδικές υποχρεώσεις που ο νόμος αυτός επιβάλλει σε κάθε υπεύθυνο επεξεργασίας (απαλλαγή που, ούτως ή άλλως, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να γίνει δεκτή), αλλά για γενική αφαίρεση από τον έλεγχο της Αρχής Προστασίας Δεδομένων κάθε συλλογής, επεξεργασίας και χρήσης προσωπικών δεδομένων από τις αρχές αυτές «για την εξυπηρέτηση», όπως ορίζεται επί λέξει, «των αναγκών της λειτουργίας τους» και τη βεβαίωση των απαριθμούμενων εγκλημάτων (τα οποία, σημειωτέον, καλύπτουν περίπου όλο το ειδικό μέρος του Π.Κ.).

Με άλλα λόγια, με την υπό ψήφιση τροπολογία καταργείται μια σπουδαία συνταγματική εγγύηση αφού κανένα ανεξάρτητο όργανο, καμιά Ανεξάρτητη Αρχή δεν θα μπορεί να επιβάλει στη δικαστική, την εισαγγελική και την αστυνομική αρχή να τηρούν τα αρχεία τους σύμφωνα με τους ισχύοντες γενικούς κανόνες. Θα δημιουργηθεί έτσι ένα στεγανό στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, αφού- για να υπενθυμίσω δύο χαρακτηριστικά περιστατικά από την πρόσφατη εφαρμογή του ν. 2472- κανείς δεν θα μπορεί πλέον να υποδεικνύει δεσμευτικά στην υπηρεσία ποινικού μητρώου να μην τηρεί παρωχημένα στοιχεία για ελάσσονα αδικήματα ενός νομοταγούς σήμερα πολίτη ή, στην Αντιτρομοκρατική, στοιχεία για την αντιδικτατορική δράση τού εν ενεργεία πρωθυπουργού της χώρας.

Η κυβέρνηση μετήλθε κάθε μέσο για να «σώσει» τις κάμερες μετά τους Ολυμπιακούς περιφρονώντας την Αρχή Προστασίας Δεδομένων και αμφισβητώντας προκλητικά τις αποφάσεις της

Κουτοπονηριές. Αφ΄ ότου, το 2004, ο κ. Βουλγαράκης, υπουργός Δημόσιας Τάξης, επιχείρησε με κουτοπονηριές να διατηρήσει τις κάμερες που είχαν τοποθετηθεί για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων, η σημερινή κυβέρνηση μετήλθε κάθε μέσο για να τις «σώσει», περιφρονώντας την Αρχή Προστασίας Δεδομένων και αμφισβητώντας προκλητικά τις αποφάσεις της. Αντί με άλλα λόγια να συζητήσει μαζί της για το αν θα πρέπει να τοποθετηθούν κάμερες στο κέντρο της Αθήνα- και αν ναι πού- για το πώς οι κάμερες αυτές θα πρέπει να λειτουργούν ώστε να μην παραβιάζονται τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών, και για το επιτρεπτό ή μη της περαιτέρω χρήσης των δεδομένων που οι κάμερες αυτές θα συλλέγουν, επέδειξε μιαν αλαζονεία χωρίς προηγούμενο.

Την αλαζονεία μάλιστα αυτή ο σημερινός υπουργός Δικαιοσύνης, έμπειρος παρά ταύτα πολιτικός, διάνθισε με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τα μέλη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων που παραιτήθηκαν για λόγους ευθιξίας και αξιοπρέπειας.

Αν τη στάση αυτή τη συνδυάσουμε με τη συντελούμενη απαξίωση και των άλλων Ανεξάρτητων Αρχών, θα διαπιστώσουμε κάτι που ο «μοντερνίζων» λόγος των σημερινών κυβερνώντων επιχειρεί επιμελώς να αποκρύψει: ότι δηλαδή, παρά την εναλλαγή των γενεών, η συντηρητική παράταξη εξακολουθεί να έχει μια δύσκολη σχέση με τα δικαιώματα του ανθρώπου και την προστα σία τους.

————— Ο Ν. Κ.Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών