«Μπαμπά, πότε θα έρθεις;». «Μια μέρα θα με δείτε ξαφνικά μπροστά σας. Αν το θέλει ο Θεός, μπορεί να έρθω και σήμερα». Αυτό έλεγε, ξανά και ξανά, στα παιδιά του από το τηλέφωνο ο Στίβεν Λάλας τα δύο τελευταία χρόνια.


O Έλληνας «χρυσός κατάσκοπος» αποφυλακίστηκε το 2005, έπειτα από 12 χρόνια κάθειρξη για «κατασκοπεία κατά των ΗΠΑ» και έκτοτε τελούσε υπό περιορισμό σε αμερικανικό έδαφος. «Ο Θεός θέλησε αυτή η ημέρα να είναι τώρα». Χθες το πρωί καθόταν υπομονετικά στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» περιμένοντας την πτήση Αθήνα- Καβάλα. Από μακριά έδειχνε νευρικός σαν να φοβόταν κάτι. Πάτησε

«ΗΡΩΑΣ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ»

«Έμεινε στον δρόμο με δύο παιδιά και τα μεγάλωσε θαυμάσια. Οι συγχωριανοί της, της συμπαραστάθηκαν. Δεν ξέρω το κράτος τι έκανε…»

το πόδι του σε ελληνικό έδαφος εννέα η ώρα το πρωί, άυπνος από την αγωνία του επειδή θα έβλεπε τους δικούς του ανθρώπους μετά 14 χρόνια. Τα μάτια του δεν έχουν ίχνος κούρασης κι ας μην έχει κοιμηθεί για μία ημέρα και κάτι. Αντίθετα, λάμπουν. «Δεν θέλω να μιλήσω για το παρελθόν. Μόνο για το παρόν και το μέλλον. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει» λέει. «Θα τα πούμε όλα κατά τη διάρκεια της πτήσης». Αυτή την πτήση που ονειρευόταν επί χρόνια και παραλίγο να μην την προλάβει: έπειτα από τέσσερις ανακοινώσεις για να παρουσιαστεί στην πύλη αναχώρησης και ολιγόλεπτη καθυστέρηση αναχώρησης, ο Λάλας θα έμπαινε στην τελική ευθεία της επανένωσης με την οικογένειά του.

Ο άνθρωπος που παρείχε στην ελληνική κυβέρνηση πολύτιμες πληροφορίες επί δεκαετίες, εμφανίστηκε στην καμπίνα του αεροπλάνου κρατώντας μια ανθοδέσμη. Του την είχε δώσει ένας από τους εγκάρδιους φίλους του, που είχε έλθει από την Καβάλα μόνο και μόνο για να είναι μαζί του σε αυτή την τελική ευθεία της πτήσης 154. Καθόμαστε σε διπλανές θέσεις και βάζουμε τις ζώνες μας. Με κοιτάζει διερευνητικά για να καταλάβει αν θα του κάνω ερωτήσεις για το παρελθόν, για την περίοδο «δράσης», για τα έγγραφα που είχε δώσει στην ΕΥΠ όταν δούλευε στην αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα.

«Εσύ πήγες στρατό;» ρωτάει όταν του λέω ότι θα ήθελα να μιλήσουμε για το νέο του ξεκίνημα στην Ελλάδα. «Είναι πολύ σημαντικός ο στρατός και από ό,τι έμαθα έχουν κάνει τη θητεία 12 μήνες.

Η Ελλάδα έχει ανάγκη τον στρατό, δεν καταλαβαίνω γιατί έχουν κάνει τη θητεία μικρότερη. Ας πούμε όμως τα δικά μας» λέει και κάνει τον σταυρό του, ενώ το αεροπλάνο απογειώνεται.

«Η καρδιά μου πάει να σπάσει»

«Δεκατέσσερα χρόνια, επτά μήνες και τρεις ημέρες έχω να δω από κοντά τη γυναίκα μου και τα παιδιά μας. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Αυτή την ημέρα την περιμένω σαν τον Χριστό. Μου έλειψαν απίστευτα και θέλω να τους δω». Την ώρα που το λέει αυτό, μόλις 45 λεπτά τον χωρίζουν από την επανένωση με την οικογένειά του. Μιλώντας κοιτάζει τον συνομιλητή του στα μάτια, σαν να τον «σκανάρει». Στην ερώτηση τι σκοπεύει να κάνει τώρα που έφτασε στην Ελλάδα, το βλέμμα του λάμπει: «Πρώτα ο Θεός, θα προσπαθήσω να ζήσω με την οικογένειά μου, να βοηθήσω τη γυναίκα μου που έχει ταλαιπωρηθεί τόσα χρόνια μόνη της. Δούλευε και συνεχίζει να δουλεύει επτά ημέρες την εβδομάδα για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα με τα δύο παιδιά. Θέλω κι εγώ να δουλέψω, να βοηθήσω. Προς το παρόν δεν έχω βρει κάτι».

Χρησιμοποιεί τα χέρια του για να σου δώσει να καταλάβεις την ουσία αυτών που εννοεί και νιώθει. Παρατηρώ ότι το δεξί χέρι του τρέμει. Τα νύχια στο πρώτο και το τέταρτο δάχτυλο είναι παραμορφωμένα, ενώ στο πέμπτο δάχτυλο έχει μείνει σημάδι από βαθύ κόψιμο. Το δείχνει και μιλάει με σπασμένη φωνή για το ατύχημα που είχε στο ξυλουργείο όπου δούλευε μετά την αποφυλάκισή του, ενώ βρισκόταν σε κατ΄ οίκον περιορισμό. «Το έσκισα σε ένα μηχάνημα. Κοίτα διαφορά» λέει βάζοντας δίπλα δίπλα τα χέρια του. Το τρέμουλο δεν έχει σταματήσει.

Οι ημέρες της φυλακής

Ο φίλος του που κάθεται από την άλλη πλευρά τον ρωτάει για τις δυσκολίες στη φυλακή. «Υπήρχαν πολλές ομάδες με αρχηγούς, που ήταν σκληροί άνθρωποι. Άλλη ομάδα ήταν οι Μεξικανοί, άλλη οι μαύροι άλλη οι λευκοί. Ακόμα και ανάμεσά τους υπήρχαν μικρότερες ομάδες και μεταξύ τους είχαν πολλές διαφορές που τις έλυναν με βίαιους τρόπους. Δεν πρέπει όμως να σου κρύψω ότι υπήρχαν και πολλά καλά παιδιά, τα οποία κάποια στιγμή θα ήθελα να ξανασυναντήσω» λέει στον φίλο του.

Παρά τα 12 χρόνια εγκλεισμού του σε φυλακές υψίστης ασφαλείας και τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί, ο «χρυσός κατάσκοπος» δεν έχει χάσει την ευγένειά του. Κάθε φορά που η αεροσυνοδός τον ρωτούσε αν ήθελε κάτι, εκείνος απαντούσε: «Ευχαριστώ». Ελάχιστοι φίλοι

Όταν τον ρωτώ αν οι φίλοι του τηλεφωνούν για να του πουν ότι με την επιστροφή του στην Καβάλα θα τον στηρίξουν, εκείνος ανταποδίδει ρωτώντας: «Ποιοι φίλοι; Έχω πραγματικούς φίλους εγώ; Πολύ λίγοι άνθρωποι μου συμπαραστάθηκαν πραγματικά. Ο Μιχάλης Κυπριανού (Κύπριος φίλος του) είναι ένας από αυτούς: είναι παλικάρι, πατριώτης. Από τις πρώτες μέρες που μπήκα στη φυλακή μού τηλεφωνούσε, ερχόταν στο επισκεπτήριο και με έβλεπε. Ο Μιχάλης ταξίδεψε στην Ελλάδα για να μιλήσει με πολιτικούς και να γίνει τελικά η συνθήκη μεταφοράς μου εδώ, ώστε να εκτίσω την υπόλοιπη ποινή μου κοντά στην οικογένειά μου. Είναι θησαυρός. Το κράτος με βοήθησε να έρθω γρηγορότερα στην Ελλάδα. Ο κ. Παπαληγούρας, ο κ. Παπαθεμελής έδειξαν πολύ ενδιαφέρον. Πολλοί υπάλληλοι στο προξενείο, τα ονόματα των οποίων ξεχνάω, είναι παλικάρια. Ό,τι μπορούσαν να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι το έκαναν. Δεν θέλω να κατηγορήσω, θέλω να βοηθήσω. Γιατί, όπως σου έχω ξαναπεί πολλές φορές, πρέπει να είμαστε αγαπημένοι και ενωμένοι και όχι να έχουμε μεταξύ μας διαφορές. Δεν κερδίζουμε έτσι, χάνουμε».

«Δεν μας σέβονται»

Λίγη ώρα πριν συζητούσε με τον φίλο του για την κακή εντύπωση που προκαλεί στους ξένους όταν οι Έλληνες δεν στηρίζουν τους ανθρώπους τους. «Δεν έχουμε τον σεβασμό κανενός, όταν βλέπουν ότι η Ελλάδα δεν στηρίζει τους ανθρώπους που κάνουν τα πάντα για να τη βοηθήσουν διακινδυνεύοντας την ίδια τους της ζωή» έλεγε και ξανάλεγε ο φίλος του, ο Κώστας. «Δεν πρόκειται να πλησιάσω τα ελληνοτουρκικά σύνορα, στην Τουρκία με έχουν επικηρυγμένο» αναφέρει ο Λάλας. Ο Κώστας ανά πέντε λεπτά επαναλαμβάνει: «Όλα θα πάνε καλά, Σταύρο, αρκεί που είσαι εδώ. Όλα τώρα θα τα βρούμε». Η συζήτηση επανέρχεται γρήγορα στην οικογένειά του: «Αυτή η γυναίκα κράτησε 15 χρόνια σαν σπαθί, δεν τη λύγισε τίποτα. Στην αρχή δεν είχε να φάει. Πάλεψε, επιβίωσε και τώρα διδάσκει 70 παιδιά. Πρέπει να είσαι υπεράνθρωπος για να το καταφέρεις αυτό. Έχει και ένα παιδί που αντιμετωπίζει προβλήματα» αναφέρει ο Κώστας. «Αυτό που μου έλεγε συνέχεια η Μαρία από το τηλέφωνο και με γέμιζε ελπίδα ήταν ότι πρέπει να έχω πίστη και να είμαι δυνατός. Η γυναίκα μου είναι ήρωας. Έμεινε στον δρόμο με δύο παιδιά και τα μεγάλωσε θαυμάσια. Οι συγχωριανοί της, από όσο ξέρω, της συμπαραστάθηκαν. Δεν ξέρω το κράτος τι έκανε…» λέει με παράπονο ο Λάλας και κάνει ξανά τον σταυρό του καθώς το αεροπλάνο προσγειώνεται.

Στην αγκαλιά των δικών του ύστερα από 14 χρόνια


ΣΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ από τη σκάλα του αεροπλάνου προς το κεντρικό κτίριο του αεροδρομίου της Καβάλας, ο «χρυσός κατάσκοπος» επιταχύνει το βήμα του – σχεδόν τρέχει. Η ώρα που ονειρευόταν τόσα χρόνια απέχει μόλις πενήντα βήματα. Κάποιος τον σταματάει για να του μιλήσει, αλλά ο Λάλας δεν μπορεί να καθυστερήσει άλλο.

Την ώρα που μπαίνει στην αίθουσα παραλαβής αποσκευών επικρατεί πανικός: δύο αστυνομικοί προσπαθούν να συγκρατήσουν τους τουλάχιστον δέκα ρεπόρτερ και κάμεραμεν που περιμένουν ένα στιγμιότυπο: την αγκαλιά με την σύζυγο και τα παιδιά του. Κάποιοι από τους παρευρισκομένους φωνάζουν «ήρωας» και αμέσως μετά ακούγονται χειροκροτήματα. Η Μαρία Λάλα κλαίει από συγκίνηση, ο μικρός του γιος δακρύζει. Δεν πιστεύουν ότι ο ερχομός του, για τον οποίο μιλούσαν ξανά και ξανά στο τηλέφωνο όλα αυτά τα χρόνια, είναι πλέον πραγματικότητα.

«Είναι μέρες χαράς, επιτέλους ο Σταύρος μου ήρθε» λέει η Μαρία Λάλα, ενώ ο μικρός Παναγιώτης δηλώνει μπροστά στις κάμερες ότι νιώθει πολύ υπερήφανος για τον πατέρα του. Όλη η οικογένεια μαζί με τις γιαγιάδες και τους κοντινούς συγγενείς αποσύρονται στα γραφεία της υπηρεσίας πολιτικής αεροπορίας για να μιλήσουν μακριά από τις κάμερες.

Το πορτρέτο του Στίβεν Λάλας


Ο ΣΤΙΒΕΝ ΛΑΛΑΣ: Γεννήθηκε το 1953 στο Ρότσεστερ του Νιου Χαμσάιρ. Κατετάγη στον αμερικανικό στρατό και υπηρέτησε στο Βιετνάμ.

Το 1977, κι ενόσω εργαζόταν στην αμερικανική υπηρεσία επικοινωνιών στο Στρατηγείο του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη, στρατολογήθηκε από την ΚΥΠ κι έδωσε απόρρητα έγγραφα για τη διάταξη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.

Πήρε μετάθεση από τον στρατό στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και υπηρέτησε στο Βελιγράδι (1983-85) και στην Κωνσταντινούπολη (1985-89) στη θέση του χειριστή των απορρήτων κέντρων επικοινωνίας των αμερικανικών πρεσβειών στις δύο αυτές πόλεις. Από τα χέρια του περνούσαν όλα τα σημαντικά έγγραφα της αμερικανικής διπλωματίας αλλά και έγγραφα της CΙΑ, της DΙΑ, κ.λπ. Στο διάστημα αυτό (1983-89) συνέχισε να δίνει πληροφορίες στην ΚΥΠ.

Το 1990 το Στέιτ Ντιπάρτμεντ τον έστειλε στην Αθήνα ως χειριστή του επικοινωνιακού κλωβού του κέντρου απορρήτων τηλεπικοινωνιών στην αμερικανική πρεσβεία της Βασ. Σοφίας. Αντί να καταστρέφει τα έγγραφα, τα έδινε στον πράκτορα που τον χειριζόταν.

Το 1993, κι ενώ υπηρετούσε στην αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 168 μηνών και σε καθεστώς επιτήρησης πέντε ετών για κατασκοπεία κατά των ΗΠΑ.

Αποφυλακίστηκε έπειτα από 12 χρόνια φυλάκισης στις 8 Ιουλίου του 2005, αλλά δεν του επετράπη να αναχωρήσει από τις ΗΠΑ για να συναντήσει την οικογένειά του που βρίσκεται όλα αυτά τα χρόνια στη Χρυσούπολη Καβάλας.