Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για ριζική μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος, με άξονα το γερμανικό, προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις- θετικές και αρνητικές- χωρίς να έχουν διευκρινιστεί ακόμη οι κρίσιμες λεπτομέρειες για την προσαρμογή του στα ελληνικά δεδομένα. Οι συζητήσεις επικεντρώνονται κυρίως στον τρόπο επιλογής των βουλευτών (σταυρός ή λίστα), ζήτημα πάντως που δεν είναι εξ αρχής δεδομένο και το οποίο μπορεί να ρυθμιστεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.


Αντίθετα, παρακάμπτεται με σχετική ευκολία ένα σημαντικό πρόβλημα το οποίο απαιτεί συστηματική προεργασία, δηλαδή ο συνολικός αριθμός των μονοεδρικών περιφερειών και η χάραξή τους. Ως επικρατούσα εκδοχή για τις μονοεδρικές περιφέρειες αναφέρεται, ήδη από τη δεκαετία του ΄80, ο μαγικός αριθμός 200, ενώ παραμένει αδιευκρίνιστο αν μεταξύ των υπολοίπων 100 εδρών θα διατηρηθούν ή όχι οι βουλευτές Επικρατείας (το πολύ 15, σύμφωνα με το Σύνταγμα).

Οι χάρτες και οι πίνακες που παρατίθενται επιχειρούν να ιχνηλατήσουν αυτή την εκδοχή του γερμανικού συστήματος, χωρίς να υπεισέλθουν στις άλλες παραμέτρους που εν τέλει θα προσδιορίσουν τη λειτουργία του (βαθμός αναλογικότητας, μονή ή διπλή ψήφος, τρόπος επιλογής των βουλευτών).

Τα διοικητικά όρια. Η βασική παραδοχή που υιοθετήθηκε για μια πρώτη και τελείως ενδεικτική χάραξη των μονοεδρικών περιφερειών είναι η τήρηση των σημερινών διοικητικών ορίων, αρχικά και με τρόπο απόλυτο σε επίπεδο σημερινής εκλογικής περιφέρειας. Και ακολούθως, κατά το δυνατόν, σε επίπεδο δήμου. Όσον αφορά τις έδρες που θα αναλογούσαν στις ευρύτερες διοικητικές περιφέρειες σε αυτή την περίπτωση, διατηρήθηκε ο αριθμός τους στις 88 (ώστε να υπάρχουν χωριστά 12 βουλευτές Επικρατείας) και επιμερίστηκαν στις σημερινές 13 διοικητικές περιφέρειες, ενώ προφανώς θα ήταν λειτουργικότερο να κατανεμηθούν σε ευρύτερες γεωγραφικές ενότητες (το πολύ 5 έως 6). Ας σημειωθεί επίσης ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο αριθμός των μονοεδρικών περιφερειών δίνεται με κάποιο εύρος (π.χ. για τη σημερινή Β΄ Αθηνών 26 έως 29), γιατί επηρεάζεται από τη συγκεκριμένη μέθοδο με την οποία προσεγγίζεται η αναλογία δημοτών ανά έδρα.

Ενδεικτική χάραξη. Με βάση τον αριθμό των μονοεδρικών περιφερειών που αντιστοιχούν σε κάθε σημερινή εκλογική περιφέρεια μπορεί στη συνέχεια να επιχειρηθεί μια ενδεικτική χάραξή τους, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μοιάζει μάλλον αυτονόητη, όπως στα παραδείγματα της Αργολίδας και των Χανίων. Στην πρώτη περίπτωση, η ύπαρξη δύο μικρών αστικών κέντρων (Άργος, Ναύπλιο) οδηγεί σχεδόν αυτόματα σε δύο μονοεδρικές περιφέρειες, από τις οποίες η μία αντιστοιχεί στην πρώην επαρχία Άργους και η άλλη στις πρώην επαρχίες Ναυπλίου και Ερμιονίδος (Κρανίδι). Στη δεύτερη περίπτωση, η ύπαρξη ενός μεγάλου δήμου (Χανιά) που μπορεί να αποτελέσει αυτόνομη μονοεδρική περιφέρεια, επιτρέπει μια σχετικώς εύκολη τριχοτόμηση, με τις δύο υπόλοιπες περιφέρειες να ακολουθούν επίσης, σε γενικές γραμμές, την παλαιότερη διαίρεση σε επαρχίες (αφενός Κισσάμου και Σελίνου και αφετέρου Αποκορώνου και Σφακίων). Βέβαια, σε άλλες περιπτώσεις η χάραξη των μονοεδρικών περιφερειών δεν είναι τόσο αυτονόητη, γι΄ αυτό επιβάλλεται ευρύτερη διαβούλευση και πιθανότατα η συγκρότηση μιας Ανεξάρτητης Αρχής, που θα έχει και την ευθύνη για ενδεχόμενη κατά καιρούς επαναχάραξή τους.

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΩΝ: ΘΟΔΩΡΟΣ ΛΙΒΑΝΙΟΣ

Κρίσιμη η διαφορά του πρώτου από το δεύτερο κόμμα


Από την προσέγγιση που σκιαγραφήθηκε προκύπτουν ορισμένα ζητήματα τα οποία θα πρέπει να διευκρινιστούν ώστε να καταστεί λειτουργική η προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα ενός οιονεί «γερμανικού» συστήματος. Το πρώτο αφορά τους μεγάλους δήμους οι οποίοι θα πρέπει να κατατμηθούν σε περισσότερες μονοεδρικές περιφέρειες, χωρίς να υπάρχουν στοιχεία για τον αριθμό δημοτών ανά δημοτικό ή εκλογικό διαμέρισμα. Ως εναλλακτική προσέγγιση θα μπορούσαν οι δήμοι αυτοί να διατηρηθούν ως ενιαίες πολυεδρικές περιφέρειες, γεγονός που θα είχε ως συνέπεια να αμβλύνει τον εγγενή πλειοψηφικό χαρακτήρα της αναμέτρησης στις μονοεδρικές περιφέρειες.

Αυτός ο εγγενής πλειοψηφικός χαρακτήρας αποτελεί άλλωστε και το κρισιμότερο ζήτημα που θα πρέπει

Δήμοι που θα πρέπει να υποδιαιρεθούν σε περισσότερες μονοεδρικές ή να παραμείνουν ενιαίοι με μεγαλύτερο αριθμό εδρών

● Αθήνα ● Θεσσαλονίκη ● Πειραιάς ● Περιστέρι ● Νίκαια ● Πάτρα ● Λάρισα ● Βόλος ● Ηράκλειο

να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πρόταση για εφαρμογή ενός προσαρμοσμένου «γερμανικού» συστήματος. Μια εκδοχή με 200 αυστηρά μονοεδρικές περιφέρειες είναι πιθανόν, στην περίπτωση της Ελλάδας (με τη σχετικώς υψηλή γεωγραφική ομοιογένεια της ψήφου), να οδηγήσει σε μεγάλη πλειοψηφία υπέρ του πρώτου κόμματος, εφόσον η διαφορά του από το δεύτερο ξεπερνά τις 5 ποσοστιαίες μονάδες. Γεγονός που δυσχεραίνει την επίτευξη ενός βαθμού αναλογικότητας αντίστοιχου με αυτόν του σημερινού εκλογικού συστήματος.

Η μείωση του αριθμού των μονοεδρικών περιφερειών (σε 150 ή 180), η καθιέρωση της διπλής ψήφου ή η διατήρηση ορισμένων ολιγοεδρικών περιφερειών (όπου θα ισχύει αναλογική κατανομή)

αποτελούν πιθανές επιλογές που μπορούν να αμβλύνουν την πλειοψηφική αυτή ροπή.

Δεν χρειάζεται αναθεώρηση του Συντάγματος


O κυβερνητικός εκπρόσωπος σχολιάζοντας την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για καθιέρωση ενός εκλογικού συστήματος παραπλήσιου με το γερμανικό ανέφερε ότι η υιοθέτησή της απαιτεί αναθεώρηση του αρ. 54 του Συντάγματος. Η ένσταση αυτή θα ίσχυε όμως μόνον αν οι βουλευτές που θα εκλέγονταν εκτός μονοεδρικών περιφερειών προέκυπταν από μια ενιαία λίστα επικρατείας (προσκρούει στην παρ.

3 του αρ. 54) ή αν ορίζονταν, με ανεξάρτητο τρόπο, εκλογικές περιφέρειες δύο επιπέδων (μονοεδρικές και περιφερειακές), κάτι που φαίνεται να αντιβαίνει, αν όχι με το γράμμα, τουλάχιστον με το πνεύμα των παρ. 1 και 2 του άρ. 54.

Υπάρχει όμως απλούστατος τρόπος για να υπερβεί κανείς τις σχετικές ενστάσεις. Ως εκλογικές περιφέρειες, κατά την έννοια της παρ. 1

του αρ. 54, ορίζονται οι ευρύτερες διοικητικές περιφέρειες (οι 13 σημερινές ή όσες προκύψουν από ενδεχόμενη συνένωσή τους). Στο επίπεδο των περιφερειών αυτών καθορίζεται ο αριθμός των βουλευτών που τους αντιστοιχούν, με βάση τον νόμιμο πληθυσμό (παρ. 2

του αρ. 54). Ακολούθως, καθορίζεται ότι οι βουλευτές της κάθε διοικητικής περιφέρειας εκλέγονται κατά τα 2/3 σε μονοεδρικές περιφέρειες (η χάραξη των οποίων υπακούει σε συγκεκριμένα κριτήρια) και κατά το 1/3 στο επίπεδο της διοικητικής περιφέρειας (με βάση τις ειδικές ρυθμίσεις του εκλογικού νόμου).