Είναι κοινός τόπος, και αυτό αναδεικνύεται και στην τρέχουσα συζήτηση στο ΠΑΣΟΚ, ότι το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα έχει απολέσει την κοινωνική του ορμή και την παραδοσιακή δυνατότητά του να εκπροσωπεί τις λαϊκές τάξεις.

Επιλεγμένα αριθμητικά δεδομένα από χώρες όπου η σοσιαλδημοκρατία είχε ισχυρότατη λαϊκή ρίζωση θα επιτρέψουν τη διευκρίνιση του κοινωνιολογικού στίγματος της σύγχρονης Κεντροαριστεράς.

Η εκλογική επιρροή των Σουηδών σοσιαλδημοκρατών στο εσωτερικό της εργατικής τάξης ακολούθησε μια σταθερά φθίνουσα πορεία, περνώντας από το περίπου 75% (μέσος όρος) της δεκαετίας του ΄60 στο περίπου 65% για τις δεκαετίες του ΄70 και ΄80, για να κατέλθει στο 55% (μέσος όρος) στις δεκαετίες του 1990 και 2000. Στη Δανία, η αντίστοιχη επιρροή των σοσιαλδημοκρατών υποχώρησε, από το 59% της δεκαετίας του ΄60, στο 49% κατά τη δεκαετία του ΄70 για να κατέλθει στο 44% τη δεκαετία του ΄80, παραμένοντας περίπου σε αυτό το επίπεδο επί περίπου 20 έτη, πριν κατρακυλήσει, το 2001, στο 40%. Αυτό το τελευταίο ποσοστό είναι ιστορικά πρωτόγνωρο για σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, και μάλιστα σκανδιναβικής χώρας. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στις δανικές εκλογές του 2001 τα κόμματα του λεγόμενου «αστικού μπλοκ» έλαβαν αθροιστικά το 52% της εργατικής ψήφου, ενώ τα κόμματα του λεγόμενου «σοσιαλιστικού μπλοκ» επελέγησαν μόνο από το 42% των εργατών. Στη Μεγάλη Βρετανία, η ψήφος των χειρωνακτών υπέρ του Εργατικού Κόμματος υποχώρησε από το 66,5% της δεκαετίας του ΄60 στο 55% κατά τη δεκαετία του ΄70, για να κατέλθει στο 43,5% κατά τη δεκαετία του ΄80 (δεκαετία κυριαρχίας της αριστερής πτέρυγας) και να ανέλθει εκ νέου κατά την περίοδο Μπλερ (εκλογές 1997, 2001 και 2005) στο 55,7%, στο επίπεδο δηλαδή της δεκαετίας του ΄70 (χωρίς όμως να προσεγγίσει το υψηλό της δεκαετίας του ΄60).

Συνολικά, τα κεντροαριστερά κόμματα έχουν χάσει, σε σύγκριση με τη δεκαετία του ΄60, 20-25% της εργατικής επιρροής τους. Η απώλεια αυτή και, προπάντων, η συστηματικότητά της (η οποία επιβεβαιώνεται σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης) δείχνουν ότι η συρρίκνωση της εργατικής επιρροής των σοσιαλιστικών κομμάτων είναι μια βαριά τάση που σε καμία χώρα και σε καμία στιγμή δεν αντιστράφηκε, έστω και προσωρινά. Η εν λόγω συρρίκνωση δεν σηματοδοτεί, ωστόσο, το οριστικό τέλος της «εκλογικής ταξικής πάλης», όπως πολλοί ειδικοί εσφαλμένα είχαν προβλέψει, στο μέτρο που η συρρίκνωση αυτή ούτε προσέλαβε κατακλυσμικές διαστάσεις ούτε οδήγησε στο τέλος της υπερεκπροσώπησης των σοσιαλδημοκρατών στο εσωτερικό των λαϊκών τάξεων.

ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ

σοσιαλδημοκρατικό κόμμα μπορεί να είναι μετα-φιλελεύθερο, με πολλές ιδέες της αγοράς και νεο-φιλελεύθερο, με πολλές αριστερές ιδέες

Έπληξε όμως τη λαϊκότητα της Κεντροαριστεράς και, σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση της επιρροής της στο εσωτερικό των μεσαίων στρωμάτων, μετατόπισε καίρια το κοινωνιολογικό κέντρο βάρους της προς τις μεσαίες μισθωτές τάξεις.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση της σχέσης της σοσιαλδημοκρατίας με τις λαϊκές τάξεις εξηγείται πολιτικά, οφείλεται στην κρίση της κεϋνσιανής εξίσωσης. Άλλωστε, και χρονολογικά, η σταδιακή εγκατάλειψη του κεϋνσιανισμού και η σταδιακή απομάκρυνση των λαϊκών στρωμάτων από την Κεντροαριστερά συνδέονται στενά (δεκαετίες ΄70 και ΄80). Στην ουσία, η προσαρμογή στο πνεύμα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού αφαίρεσε από τη σοσιαλδημοκρατία την ικανότητά της να λειτουργεί ως φορέας ενός συγκροτημένου «σχεδίου για τους φτωχούς» (όχι απλώς ως φορέας μέτρων ανακούφισης για τους πληγέντες της κοινωνικής κρίσης). Συνέβαλε, συνεπώς, στη ριζική εξασθένηση του ρόλου της ως μεσολαβητικής δομής ανάμεσα στο κράτος και τις κατώτερες τάξεις.

Ηστροφή προς τα Αριστερά μοιάζει, για κάποιους, να είναι η λύση. Η συζήτηση στο ΠΑΣΟΚ είναι ενδεικτική. Ωστόσο, η ιστορική σοσιαλδημοκρατία δεν λειτούργησε ως πόλος έλξης των φτωχών στρωμάτων διότι προσέθετε λίγη «κόκκινη Ρόζα» στα αναθεωρητικά προγράμματά της (όπως πολλοί στην Ευρώπη, και στο ΠΑΣΟΚ, αφελώς πιστεύουν). Ιστορικά, η σοσιαλδημοκρατία, στις καλύτερες στιγμές και εκδοχές της, πρότεινε νέες συνθέσεις και όχι απλώς κάποιες αριστερές ιδέες σε ένα δεξιό σχέδιο (ή κάποιες δεξιές σε ένα αριστερό). Οι «υπερέχουσες» ιδέες, σε σύγκριση με εκείνες της Δεξιάς, και τα «υπερέχοντα» προγραμματικά σημεία έκαναν την κοινωνιολογική διαφορά, όχι απλώς οι αριστερές ιδέες. Αυτή η υπεροχή απέναντι στον αντίπαλο απουσιάζει σήμερα.

Συνεπώς, το πρόβλημα, για έναν συνεπή σοσιαλδημοκράτη δεν βρίσκεται τόσο στον νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονισμό της σοσιαλδημοκρατίας (πάντοτε η σοσιαλδημοκρατία προσαρμοζόταν στο εκάστοτε κυρίαρχο πνεύμα του καπιταλισμού), ούτε στην προσθήκη αριστερών θεμάτων στο ήδη διαμορφωμένο σοσιαλδημοκρατικό προφίλ. Το πρόβλημα βρίσκεται κυρίως στη διατύπωση μιας μετα-φιλελεύθερης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Αυτή είναι η ελλείπουσα «εξέχουσα» παράμετρος σήμερα. Η προσθήκη αριστερών ιδεών είναι εύκολη και επιτρέπει την ανέξοδη παράταση της προγραμματικής οκνηρίας. Απαιτείται όμως πολύ δύσκολη δουλειά και, κυρίως, ισχυρή πολιτική βούληση για τη διατύπωση μιας μετα-φιλελεύθερης προγραμματικής σύνθεσης. Διότι ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα μπορεί να είναι μετα-φιλελεύθερο, έστω και αν έχει πολλές ιδέες της αγοράς στο πρόγραμμά του (ο Κέυνς ήταν αριστερός;), και νεο-φιλελεύθερο, έστω και αν περιλαμβάνει πολλές αριστερές ιδέες σε αυτό.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο