Αγρότισσα, επιχειρηματίας, μητέρα μόνη με τρία αγόρια, κόρη ενός επώνυμου σκηνοθέτη… Βάζεις ταυτότητες, προσπαθείς να την κλείσεις μέσα τους. Η Αύρα Πανουσοπούλου όμως κλείνει τη διάθεσή της για προσφορά και το ταλέντο της στη μαγειρική μέσα στα βαζάκια «γιαμ» που διαθέτει χρόνια τώρα στην αγορά από το εργαστήριο που έφτιαξε στην Αγιά της Λάρισας.

Και μιλάει με φυσικότητα για μια ζωή που άλλοι θα θεωρούσαν κατόρθωμα.


Κάθε επαφή με την Αύρα είναι σαν να βουτάς τα χέρια σου σε φρεσκοοργωμένο χώμα, ζεστό από τον ήλιο. Αβίαστα σε φέρνει σε επαφή με τη γη-μήτρα: στη βόλτα που θα πας μαζί της στον Κίσσαβο θα αναγνωρίσει κάθε δέντρο και μυρωδικό, θα κόψει φρούτα από τα δέντρα και θα σου τα προσφέρει, θα σου πει ποια ζαρζαβατικά πρέπει να τρως κάθε εποχή, θυμίζοντάς σου πράγματα που στην Αθήνα τα έχεις ξεχασμένα από καιρό. Το ίδιο δεμένη με τη γη, μοιάζει στο πεντακάθαρο εργαστήριό της όπου θα μπει σαν σίφουνας, θα ανακατέψει κατσαρόλες, θα δέσει σάλτσες, θα μιλήσει με τις γυναίκες, θα κλείσει βαζάκια με την ετικέτα «γιαμ», θα ετοιμάσει παραγγελίες, έχοντας τον νου της στον μικρό της γιο, τον Δημήτρη, που από ώρα σε ώρα θα γυρίσει από το σχολείο κι εκείνη πρέπει να ανέβει στο σπίτι επάνω για να του ετοιμάσει φαγητό. Πίσω από τη σήτα της πόρτας, η Αγιά της Λάρισας μοιάζει να λειτουργεί σαν το απόλυτα δικό της σκηνικό κι εκείνη με φυσικότητα παντρεύει στο πρόσωπό της όλες τις ιδιότητες: κόρη του Πανουσόπουλου, αγρότισσα, Αθηναία που μετοίκησε στην περιφέρεια, μαμά, επιχειρηματίας, ερωμένη, φίλη- χωρίς ποτέ να νιώσεις ότι «πουλάει» κάτι, ότι το κάνει θέμα – παρ΄ όλο που πλέον ξέρει ότι για τα media και για πολύ κόσμο η ζωή της είναι θέμα.

Μέχρι τα 17 της ακροπατούσε μέσα σε κόσμους καλλιτεχνικούς: από τη μια η μαμά- χορεύτρια στο Πειραματικό Μπαλέτο Αθηνών Ελένη Μπουρμπουχάκη και από την άλλη ο μπαμπάς- σκηνοθέτης Γιώργος

Η περιφέρεια δεν δέχεται εύκολα τους ξένους, κι εγώ δεν ήμουν μέσα σε ένα αποδεκτό σχήμα.

Για μια γυναίκα μόνη της οπουδήποτε κι αν πάει είναι δύσκολα, πρέπει να είναι πολύ σίγουρη γι΄ αυτό που κάνει

Πανουσόπουλος. «Ίσως το ότι έζησα από μικρή όλη την τρέλα του κόσμου του θεάματος μ΄ έκανε να τη χορτάσω και να μη μου λείπει ή να θέλω να την επαναλάβω. Μέχρι τα 7 μου ήμουν μέσα στα παρασκήνια του θεάτρου, το “πα ντε κατρ” το ήξερα απ΄ έξω. Στο σπίτι μας έγινε το μοντάζ για την πρώτη ταινία του Πανουσόπουλου, σε μια μουβιόλα που είχαν φέρει και πολύ γνωστά πρόσωπα μπαινόβγαιναν εκεί καθημερινά, άνθρωποι που εγώ μετά τα 18 κατάλαβα πόσο διάσημοι ήταν. Φαντάσου ότι με βάφτισαν 12 άτομα μετά από ένα γύρισμα!», λέει χαμογελώντας ήρεμα και προσθέτει ότι στα 14 έπαιξε στην ταινία «Απέναντι» του Πανουσόπουλου, «κάνοντας το ΚΑΨΙΜΙ».

Ο πρώτος μεγάλος έρωτας. Στα 17 της θα πάει μόνη της στην Αθήνα για να τελειώσει το Λύκειο, στα 18 θα ερωτευτεί, θα φύγει για τη Ρόδο, θα παντρευτεί και θα κάνει παιδί. Επιστρέφοντας για λίγο στην Αθήνα θα μείνει στη Ραφήνα, θα κάνει διάφορες δουλειές και στη συνέχεια μαζί με τον άντρα της θα πραγματοποιήσουν ένα κοινό όνειρο: να μετακομίσουν στην περιφέρεια, διαλέγοντας το χωριό Φρατζής έξω από τη Λαμία. Εκεί θα μάθει, με το πιο σκληρό τρόπο, τι θα πει να είσαι αγρότισσα. «Πανεπιστήμιο είναι. Στην αρχή ήμουν με το βιβλίο στο χέρι για να δω τι σπέρνουμε κάθε εποχή!», θυμάται. Δουλεύοντας από τα ξημερώματα μέχρι τα μεσάνυχτα, έμαθε να γδέρνει ζώα, να οδηγεί τρακτέρ, να πουλάει καρπούζια, να φτιάχνει τυρί και η οικογένεια, που απέκτησε άλλα δυο παιδιά, προσπάθησε να ζήσει από τα προϊόντα που πουλούσε. Στο μεταξύ έχει ήδη αρχίσει να κάνει μαρμελάδες και γλυκά του κουταλιού. Κάπου εκεί το σκηνικό αλλάζει: o γάμος της Αύρας κλυδωνίζεται από καιρό κι εκείνη παίρνει την απόφαση να φύγει στην Αγιά της Λάρισας και να ανοίξει εκεί δικό της εργαστήριο όπου θα κλείνει γεύσεις σε βαζάκια και θα τα πουλάει σε όλη την Ελλάδα. Με τρία παιδιά; Και δεν ένιωσε τα γόνατά της να κόβονται; «Απελευθερώθηκα θέλεις να πεις! Και δεν είχα και “πλάτες”. Έχω… μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, φαίνεται. Είμαι με δουλειά δική μου, καμία περιουσία, όλα στο ενοίκιο και τρία αγόρια, τον Κωστή, τον Γιώργο και το Δημήτρη, που περιμένουν από μένα. Όμως δε φοβήθηκα. Ίσως γιατί από πολύ μικρή, ως παιδί από διαλυμένη οικογένεια, έμαθα να φροντίζω για τον εαυτό μου. Έτσι άλλωστε έχω μεγαλώσει και τους γιους μου, τους έμαθα να προσέχουν μόνοι τους τον εαυτό τους».

Με δανεικά. Στη νέα της δουλειά ξεκινάει με δανεικά και επιλέγει αρχικά τις γεύσεις που ξέρει: μαρμελάδες, γλυκό κυδώνι, μελιτζανάκι, χυλοπίτες και στη συνέχεια τα περίφημα γιαουρτοτυράκια που τα βρήκε σε ένα βιβλίο της Κρεμέζη, σάλτσα μαϊντανού, γαύρο μαρινάτο. Δοκιμάζει, αλλάζει συνταγές, τις φέρνει στα μέτρα της. Ο κάμπος της Αγιάς είναι εύφορος και οι πρώτες ύλες αγνές. Οι άνθρωποι βέβαια δεν είναι το ίδιο: «Η περιφέρεια δεν δέχεται εύκολα τους ξένους

Αυτό που έχω κατακτήσει δεν είναι ότι έχουν ανέβει πολύ οι τζίροι ή κάνω πολλά βαζάκια. Είναι πως στους ανθρώπους αρέσει το ότι υπάρχει το συγκεκριμένο πρόσωπο πίσω από το προϊόν

κι εγώ δεν ήμουν μέσα σε ένα αποδεκτό σχήμα. Για μια γυναίκα μόνη της οπουδήποτε κι αν πάει είναι δύσκολα, πρέπει να είναι πολύ σίγουρη γι΄ αυτό που κάνει. Φυσικά ήμουν ενδιαφέρον θέμα για συζητήσεις στο χωριό, ωστόσο δεν έδινα σημασία παρ΄ όλο που και πόλεμο μού έκαναν αρχικά. Όμως εγώ δεν έχω μεγαλώσει έτσι, δεν ειπώθηκε ποτέ στο σπίτι μας το “τι θα πει ο κόσμος”. Δεν με άγγιζε λοιπόν, ούτε με αγγίζει. Αν θέλω να βγω στο καφενείο όπου συχνάζουν μόνο άντρες να παίξω τάβλι, το κάνω. Κι όταν θέλω πηγαίνω για μπάνιο στον Ρακοπόταμο όπου συχνάζουν γυμνιστές- δεν θα σκεφτώ ποτέ να μην το κάνω επειδή θα με σχολιάσουν. Επίσης στην αρχή χρειάστηκε να βάλω πολλούς άντρες στη θέση τους για να μπορέσω να δουλέψω. Εγώ θέλω να μπορώ να είμαι άνετη, να λέω καλημέρα χω ρίς ο άλλος να το παίρνει διαφορετικά», λέει.

Έκλεισε τη γεύση στο βάζο. Παλεύοντας με τις αντιξοότητες, θα αναπτύξει το εργαστήριο που φθάνει σήμερα να διαθέτει βαζάκια «γιαμ» με 150 διαφορετικές γεύσεις σε τουλάχιστον 45 σημεία σε όλη την Ελλάδα, παράγοντας περίπου 30.000 κομμάτια τον χρόνο. Από ένα διαφορετικό δρόμο από εκείνον τoυ πατέρα της, έχει γίνει αναγνωρίσιμη και ο κόσμος συνδέει το πρόσωπό της με τις γεύσεις που του προσφέρει. «Αυτό που έχω κατακτήσει δεν είναι ότι έχουν ανέβει πολύ οι τζίροι ή κάνω πολλά βαζάκια. Είναι πως στους ανθρώπους αρέσει το ότι υπάρχει το συγκεκριμένο πρόσωπο πίσω από το προϊόν. Γιατί όσο περισσότερο η κατανάλωση αυξάνει σε όγκο, ο κόσμος απομακρύνεται από την παραγωγή κι έτσι νιώθει πιο ασφαλής όταν αισθάνεται ότι ελέγχει αυτό που αγοράζει για να φάει», καταλήγει. Ύστερα μου μιλάει για τα μελλοντικά της σχέδια: έχοντας αγοράσει ένα κτήμα 4 στρεμμάτων με καρυδιές, ετοιμάζεται να μεταφέρει εκεί το εργαστήριό της, να παράγει δικά της προϊόντα και να φτιάξει μια αίθουσα γευσιγνωσίας.

«Νιώθω ευνοούμενη της ζωής…»


Προχθές είπα στον εαυτό μου: “τελικά, ό,τι θέλω γίνεται”. Ξέρεις, νιώθω ευνοούμενη της ζωής. Έχω όμως και πολλή υπομονή. Και όταν έρχεται κάτι καλό, πιστεύω ότι ήρθε επειδή το προσπάθησα, το περίμενα, ήταν η ώρα του να γίνει.

Είναι το πώς τα βλέπεις τα πράγματα. Τα τελευταία χρόνια έχω αφήσει τον εαυτό μου να νιώθει και λίγο σαν χαζό παιδί χαρά γεμάτο. Και να απολαμβάνει την κάθε στιγμή: μικρά πράγματα, όπως το συγκεκριμένο κουλούρι που θα φάω με τον απογευματινό μου καφέ. Ή τον ήχο από την μπάλα του γιου μου του Δημήτρη, όταν γυρίζει το βράδυ από το γήπεδο κι εγώ είμαι στο μπαλκόνι και σιδερώνω κι έχει δροσιά γιατί φυσάει…».

«Στην Αθήνα ξεχνάς να ζήσεις»


«Εγώ δεν ένιωθα ούτε νιώθω ότι κάνω κάτι ηρωικό», λέει η Αύρα Πανουσοπούλου, ωστόσο τις κινήσεις της- στο πεδίο μάχης της ζωής- τις θαυμάζουν και τις ζηλεύουν πολλοί. «Αυτό το καταλαβαίνω από τις αντιδράσεις των άλλων», λέει και συμπληρώνει: «Κάνω κάποια πράγματα που είχα ονειρευτεί και νιώθω ωραία γι΄ αυτό. Φυσικό είναι να υπάρχουν κάποιες δυσκολίες. Αλλά γενικά βλέπω την καλή πλευρά, δεν έχω νιώσει μιζέρια ποτέ».

Υπήρξαν στιγμές που είπες «μπορεί και να μην τα καταφέρω»;

Όχι. Απλά τρία χρόνια αφού ήρθα στην Αγιά είπα ότι θα φύγω, ότι δεν με σηκώνει εδώ. Γιατί οι συγκυρίες ήταν τέτοιες ώστε να βλέπω ότι θα ήταν πιο εύκολο να στηρίξω τη δουλειά μου εκεί που είναι το κοινό στο οποίο απευθύνομαι, στην Αθήνα δηλαδή.

Ποια είναι τα καλά και ποια τα κακά τού να ζεις σε μια μικρή κοινωνία;

Το μικρό μέγεθος την κάνει ανθρώπινη. Μπορείς να ζεις με κανονικούς ρυθμούς κάθε ημέρα και να κάνεις διάφορα πράγματα.

Παρ΄ όλο που δεν στέκομαι και οι υποχρεώσεις είναι τέτοιες που είμαι σαν το λάστιχο, επειδή δεν είναι το «δουλειά-σπίτι» που είχα ζήσει στην Αθήνα, αισθάνομαι ότι απολαμβάνω μια μεγάλη πολυτέλεια. Στην Αθήνα ξεχνάς να ζήσεις, το παραπέμπεις στο μέλλον. Δεν θα ήθελα να ζω όλο τον χρόνο για να πάω λίγες ημέρες διακοπές το καλοκαίρι. Προτιμώ να ζω κάθε ημέρα λίγες διακοπές! Και όταν με ρωτούν «πότε θα πας διακοπές;», να λέω θα δω, μπορεί και να μην πάω. Τώρα πάω για μπάνιο, άντε γεια!