Δημόσιο πρόσωπο για την τηλεόραση είναι αυτό που σκεπάζεται από πολλούς φλοιούς. Θα ήταν ερεθιστικό για το κοινό της αν αυτά τα καλύμματα αφαιρούνταν, αν φανερωνόταν τι υπάρχει από κάτω: σκέτο μυαλό ή μήπως και ένα είδος καρδιάς, μάλλον μικροσκοπικής; Όπως και να ΄ναι η τηλεόραση επιμένει με ζήλο στην αποκάλυψη του «γυμνού προσώπου».

Πρόσφατα για τον σκοπό αυτό επελέγη ένας πολιτικός που ήταν βέβαιο ότι θα αντιστεκόταν σθεναρά, πράγμα που αύξανε το θεατρικό ενδιαφέρον της εκπομπής. Περίεργο θέαμα στ΄ αλήθεια. Όταν μια δημοσιογράφος με κύρια όπλα της τον ακκισμό και λιγάκι κοινό νου για ενίσχυση αναλαμβάνει να διεισδύσει στην «προσωπικότητα» ενός πολιτικού όπως ο Ευάγγ. Βενιζέλος, το εγχείρημα μοιάζει υπερβολικά φιλόδοξο για τη δημοσιογράφο και πολύ άχαρο για τον πολιτικό.

Κι ήταν πράγματι έτσι. Ασφαλώς έχουν γίνει κι άλλες τέτοιες εκπομπές και θα συνεχίσουν να γίνονται. Όμως εδώ δεν επρόκειτο για την τυπική περίπτωση του ανακρινόμενου που αμύνεται με στερεότυπα. Τις συνηθισμένες κοφτές, ευθείες, δήθεν αυθόρμητες ερωτήσεις τις δεχόταν κάποιος που δεν φοβόταν καθόλου μήπως ξεστομίσει κάτι παραπάνω. Μπροστά στο κοινό παρουσιάστηκε το φαινόμενο μιας ευφράδειας που αποφεύγει τις παγίδες και επιπλέον περνά, με ασυγχώρητη απόλαυση, και στην αντεπίθεση. Κάπως έτσι μας σύστησε τον καλεσμένο της η δημοσιογράφος κουνώντας με νόημα το ξανθό της κεφάλι. Από την αρχή ειδοποίησε ότι η ικανότητα του συγκεκριμένου πολιτικού να χειρίζεται τις λέξεις δεν πρέπει αυτομάτως να θεωρείται χάρισμα και ότι θα μας το αποδείκνυε αυτό, χωρίς φυσικά να εγκαταλείψει τις απαραίτητες αβρότητες.

«Λέτε πολλά συνήθως» απεφάνθη η οικοδέσποινα κοιτώντας λοξά τον συνομιλητή της. «Νομίζω όμως πως έχω κάτι να πω όταν μιλάω» απαντά εκείνος. «Μήπως όμως λέτε πολλά επειδή δεν έχετε να πείτε κάτι;», συνεχίζει εκείνη με μια χαιρέκακη λάμψη στο βλέμμα που το στρέφει τώρα προς τους θεατές. Είναι για να τους δώσει να καταλάβουν πως για λογαριασμό εκείνων μιλάει, πως τους εκπροσωπεί πλήρως καθώς διαμαρτύρεται επειδή ο καλεσμένος της

ΔΥΣΦΗΜΩΝΤΑΣ ΤΟΝ

συλλογισμό ως πονηριά, η τηλεόραση θέλει να μας πείσει πως υπηρετεί μια ιδιότυπη άμεση δημοκρατία

δεν στρογγυλεύει τα λόγια του και δεν χρησιμοποιεί απλά σχήματα, ακόμη και συνθηματικά.

Να λοιπόν που η βραχυλογία και το σύνθημα, αφού κυριάρχησαν στα πεδία των προσωπικών σχέσεων, των κοινωνικών συναλλαγών, της τέχνης, ακόμη και της εκπαίδευσης, έγιναν τώρα πολιτικό αίτημα. Υποδεικνύεται στους δημόσιους αγορητές να περικόψουν τις φράσεις τους, να γίνουν πιο άμεσοι. Άμεσοι, δηλαδή λιγότερο αυτοελεγχόμενοι, περισσότερο τρωτοί. Στην πραγματικότητα αυτό που ενοχλεί την τηλεοπτική εξουσία είναι η δυνατότητα του πολιτικού να διαλέγει αυτός το πότε θα είναι σύντομος ή αναλυτικός στον λόγο του, το πότε θα γενικεύει και το πότε θα φέρνει παραδείγματα. Η εικόνα θέλει όσα λέγονται να τα περιμαζέψει σε μια λεζάντα, σ΄ έναν υπότιτλο και η γλώσσα που ελίσσεται γίνεται αναγκαστικά εχθρά της εικόνας.

Έτσι στο πρόσωπο του Βενιζέλου η ευχέρεια να διατυπώνονται επιχειρήματα, να τίθενται οι όροι των ζητημάτων, να διακρίνεται το πρωτεύον από το δευτερεύον, με δυο λόγια, να ακούγεται ένας συλλογισμός αντί για μια δήλωση ή ένα σύνθημα, όλα αυτά βάλλονται από το νυκτερινό στρατηγείο της ενημέρωσης και κηρύσσονται ανεπιθύμητα έως βλαπτικά (εκτός αν χρησιμοποιηθούν για κάποια επεισοδιακή λογομαχία). Βλάπτει, πράγματι, ο συνεκτικός λόγος την επιδίωξη του τηλεοπτικού μέσου να δημιουργήσει στον θεατή την εντύπωση της ισότητας. Εάν πάψει ο πολιτικός να χρησιμοποιεί συλλογισμούς, τότε αναμένεται να φανούν τα κίνητρά του, οι αδυναμίες του, οι ορέξεις του. Περί ορέξεων και αδυναμιών φυσικά θεωρείται ότι οι πάντες έχουν μια γνώση πηγαία, όλοι επομένως μπορούν να εισχωρήσουν στο απρόσιτο δημόσιο πρόσωπο, να το αποκαλύψουν και να επιβραβεύσουν κατόπιν γι΄ αυτό τη δημοσιογράφο που τους βοήθησε.

Δ υσφημώντας τον συλλογισμό ως πονηριά, η τηλεόραση θέλει να μας πείσει πως υπηρετεί μια ιδιότυπη άμεση δημοκρατία. Τι αξιώνει η οθόνη στο όνομα της λαϊκής ψυχής; Την παύση της αοριστίας μήπως; Ως προς αυτό τα κατάφερε, αλλά για να αντικαταστήσει την αοριστία με κάτι χειρότερο: την έλλειψη βούλησης. Εκείνο το παλιό «θα» των πολιτικών δέχτηκε τόσες επιθέσεις ώστε στο τέλος κάθε υπόσχεση, κάθε εξαγγελία κατάντησε να μοιάζει ύποπτη. Γεγονός που διευκολύνει βέβαια πολλούς πολιτικούς οι οποίοι όντως δεν έχουν ούτε να πουν ούτε να κάνουν τίποτε. Αυτούς που επαναλαμβάνουν με ύφος τάχα σκεπτικό «θα δούμε τι μπορώ να κάνω» ή πιο συχνά «θα δούμε τι μπορεί να γίνει». Η ίδια η γλώσσα δείχνει τι άλλαξε. Πολύ γρήγορα από την αμφίβολη υπόσχεση φθάσαμε στη σίγουρη υπεκφυγή.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών