«Δεν υπάρχουν μειονότητες στην Ελλάδα». Σ΄ αυτό το επίσημα διακηρυγμένο δόγμα της ελληνικής πολιτικής, εσωτερικής και εξωτερικής, το ελληνικό κράτος αναγνωρίζει τουλάχιστον μία εξαίρεση: τη λεγόμενη «μουσουλμανική μειονότητα» της Θράκης. Αντίθετα με άλλες μειονότητες, των οποίων η αναφορά και μόνο ενεργοποιεί αμυντικά αντανακλαστικά (π.χ. «σλαβομακεδονική μειονότητα»), τα της μουσουλμανικής μειονότητας ρυθμίζονται από μία διεθνή συνθήκη, τη Συνθήκη της Λωζάννης, και από πλήθος διακρατικών συμφωνιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούν τη μειονοτική εκπαίδευση. Όμως πρόκειται για μία μειονότητα ή για πολλές; Η απροθυμία του ελληνικού κράτους να αναγνωρίσει την ύπαρξη μειονοτήτων στο εσωτερικό του μετατρέπεται σε προθυμία ν΄ αναγνωρίσει τις επιμέρους μειονοτικές ομάδες που συγκροτούν τη λεγόμενη «μουσουλμανική μειονότητα», η οποία παρουσιάζεται, επισήμως, ανεπισήμως ή ημιανεπισήμως, σαν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό από Τούρκους (ή, σύμφωνα με τον επίσημο ευφημισμό: «τουρκογενείς»), Πομάκους και Τσιγγάνους. Η αναγνώριση μειονοτικών υποομάδων έχει προφανή σκοπιμότητα: να υποβαθμιστεί ο ρόλος της ηγεμονικής ομάδας των Τούρκων («τουρκογενών») μειονοτικών.

Όπως συχνά συμβαίνει με τους μειονοτικούς πληθυσμούς, τα ακριβή στοιχεία για τη σύσταση της μουσουλμανικής μειονότητας είναι αμφιλεγόμενα. Λέγεται και γράφεται συχνά ότι η μειονότητα αποτελείται από 54.000 «Τουρκογενείς», 36.000 Πομάκους και 24.000 Τσιγγάνους. Δεν γνωρίζω από ποιες πηγές προκύπτουν τα στρογγυλεμένα αυτά στοιχεία. Υποτίθεται ότι προέρχονται από την επίσημη απογραφή του πληθυσμού το 1991. Διαφέρουν όμως πολύ από τις εκτιμήσεις των ίδιων των μειονοτικών. Από την άλλη, σύμφωνα με έναν Τούρκο συγγραφέα, τον Samin Αkgφnόl, η μειονότητα αποτελείται από 85.000 Τούρκους, 27.500 Πομάκους και 12.500 Τσιγγάνους. Είναι προφανές ότι το παιχνίδι με τους αριθμούς παίζεται εκατέρωθεν πάνω στο κρίσιμο 50%. Είναι οι Τούρκοι («τουρκογενείς») περισσότεροι από τους υπόλοιπους μειονοτικούς; Είναι οι Τούρκοι η πλειονότητα της μειονότητας; Οι χριστιανοί πλειονοτικοί (για να επεκτείνουμε την επίσημη ονομασία), λένε, επισήμως και ανεπισήμως, όχι, οι Τούρκοι, ναι. Και οι μεν και οι δε παραθέτουν στοιχεία αμφίβολης προέλευσης και επεξεργασίας.

O ηγεμονικός ρόλος της τουρκικής («τουρκογενούς») μειονότητας δεν αμφισβητείται πάντως σε ζητήματα εκπαίδευσης. Στη Θράκη σήμερα λειτουργούν 221 δημόσια μειονοτικά Δημοτικά Σχολεία. Η ίδια η

Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΩΝ

υποομάδων έχει προφανή σκοπιμότητα: να υποβαθμιστεί ο ρόλος της ηγεμονικής ομάδας των Τούρκων («τουρκογενών») μειονοτικών

μειονότητα χρηματοδοτεί επίσης δύο μειονοτικά Γυμνάσια και δύο Ιεροσπουδαστήρια. Το πρόγραμμα των μειονοτικών αυτών σχολείων είναι δίγλωσσο: άλλα μαθήματα διδάσκονται στα ελληνικά και άλλα στα τουρκικά. Τρίτη γλώσσα δεν αναγνωρίζεται ως μητρική γλώσσα των μαθητών.

Δύο είναι τα μεγάλα προβλήματα της μειονοτικής εκπαίδευσης: η διδασκαλία των γλωσσών, ελληνικής και τουρκικής, και η αντιμετώπιση της σχολικής διαρροής. Στη γλωσσική διδασκαλία έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος τα τελευταία χρόνια. Με επιμορφώσεις εκπαιδευτικών και κατάλληλο εκπαιδευτικό υλικό έχει αναβαθμιστεί η διδασκαλία, τουλάχιστον της ελληνικής γλώσσας. Αλλά βέβαια δεν υπάρχουν προγράμματα για την αναβάθμιση της διδασκαλίας της τουρκικής. Στο πρότυπο του μουσουλμάνου δάσκαλου, που είναι συνήθως δίγλωσσος, το εκπαιδευτικό σύστημα αντιτάσσει «χριστιανούς δασκάλους» που διδάσκουν ελληνικά χωρίς να γνωρίζουν τη μητρική γλώσσα των μαθητών τους ή ακόμη και δασκάλους που διδάσκουν τουρκικά χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα που διδάσκουν (βλ. Σπύρος Μοσχονάς, «Γλωσσική Ιδεολογία και Πολιτική», στο Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, 2003).

Όσον αφορά τη σχολική διαρροή, τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: 6.338 μαθητές των Νομών Ξάνθης και Ροδόπης γράφτηκαν το 2003 στα δημόσια μειονοτικά Δημοτικά, 2.936 στο Γυμνάσιο και μόλις 1.226 στο Λύκειο. Η διαρροή (συχνά προς την Τουρκία) είναι μεγαλύτερη μεταξύ των κοριτσιών (αντλώ τα ενδεικτικά αυτά στοιχεία από την πολύ κατατοπιστική μονογραφία της Νέλλης Ασκούνη «Η Εκπαίδευση της μειονότητας στη Θράκη», εκδ. Αλεξάνδρεια, 2006). Βέβαια, τα τελευταία χρόνια η διαρροή μαθητών βαίνει μειούμενη, αλλά δεν παύει να είναι πολύ πάνω από τον εθνικό μέσο όρο, όπερ σημαίνει ότι η αποτυχία του συστήματος είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο.

Oι «μουσουλμάνοι δάσκαλοι» διαμαρτύρονται συχνά ότι το ελληνικό κράτος υποβαθμίζει τη διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας. Πρόκειται για παράπονο που δεν θα το καταλάβουμε παρά μόνο αν το ακούσουμε, ανεστραμμένο, από τα χείλη Ελλήνων δασκάλων στα μειονοτικά σχολεία της Κωνσταντινούπολης, η λειτουργία των οποίων επίσης ρυθμίζεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης και τις διακρατικές συμφωνίες Ελλάδας-Τουρκίας. Και εκεί οι δάσκαλοι (οι «χριστιανοί δάσκαλοι») διαμαρτύρονται για τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση του ελληνόφωνου προγράμματος των μειονοτικών σχολείων.

Πρέπει ίσως να ανακαλύψουμε στον εαυτό μας αυτή τη διπλή ταυτότητα, του μειονοτικού και του πλειονοτικού ταυτοχρόνως, για να μπορέσουμε να δούμε τα προβλήματα που η εκπαιδευτική ανισότητα προκαλεί στις μειονότητες. Πέραν της «raison d΄Ιtat», η ισότητα απέναντι στην εκπαίδευση αφορά πραγματικές ανθρώπινες ζωές, αφορά τις διαδρομές των ανθρώπων σε τούτο τον κόσμο. Είναι στοιχείο μιας συλλογικής ταυτότητας που αξίζει να υπερασπιστούμε ακόμη και όταν, και κυρίως όταν, οι «απέναντι» παραμένουν δέσμιοι των δικών τους δήθεν μεγαλεπήβολων «εθνικών στόχων».

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο