Ατίθασος και μποέμ, αριστοκράτης και μάγκας, ο Αλέξης Ακριθάκης αποδεικνύεται μέσα από μια συναρπαστική μονογραφία για τη ζωή και το έργο του ως ένας πηγαίος ανανεωτής της τέχνης του ΄60 με διεθνείς διαστάσεις, που έγινε μύθος γιατί ενσαρκώνει όλη τη χάρη και το δράμα που έχουν τα οργισμένα νιάτα.
Γιος ενός πρόσφυγα ενεργού κομμουνιστή και μιας γνωστής επιχειρηματία από παλαιά και γνωστή αστική οικογένεια, γεννήθηκε το 1939. «Αλητεία και κοσμική ζωή, λούμπεν παρέες και underground εμπειρίες σφραγίζουν τα νεανικά χρόνια του ρέμπελου και ατίθασου παιδιού», σημειώνει ο συγγραφέας της μονογραφίας ιστορικός της Τέχνης και στενός φίλος του Ακριθάκη, Ντένης Ζαχαρόπουλος.
Τον απέβαλαν από όλα τα σχολεία της Ελλάδας. Δεν τα χρειαζόταν. Μαθήτευσε στα λογοτεχνικά και μη καφενεία, στους δρόμους και τις θυελλώδεις σχέσεις. Ήρθε στην τέχνη αυτοδίδακτος και γνώστης, πρώτα της ζωής του δρόμου και ύστερα των μουσείων και της ζωγραφικής. Για το Παρίσι ξεκίνησε με μια μοτοσυκλέτα και φθάνοντας ρίχθηκε με τα μούτρα στη γλυκιά ζωή. Μεθύσια, έρωτες…
Ζωγράφιζε από παιδί. Κατέγραφε συνεχώς σε χαρτάκια ψυχεδελικά σχέδια με συνεχή γραμμή, κραδασμούς που δεχόταν από τον κόσμο των ποιητών, των ερώτων, των ταξιδιών του. Γιατί πέρα από τον μύθο του, ο Ακριθάκης ήταν μια άγρυπνη συνείδηση. Προχωρούσε ρισκάροντας, σαρκάζοντας πρώτα τον εαυτό του, ανατρέποντας τα όρια.
Έδειξε ότι η ρήξη δεν είναι καταστροφή. Είναι ένας ανελέητος τρόπος δημιουργίας γεμάτος χιούμορ κι απελπισία, όπου όμως έχει χώρο η έμπνευση, το μοίρασμα, η συμπάθεια για τον αδύναμο.
«Για τον ηθικολόγο, όλοι οι έρωτες είναι οι ίδιοι, όλα τα ποτήρια τα αυτά», έλεγε ο Ακριθάκης. «Για τον ερωτευμένο και τον πότη, κάθε στιγμή είναι άλλη, άλλος πόθος, άλλος πόνος, κάθε ποτήρι άλλη δίψα, άλλη συνήθεια, άλλο δηλητήριο, άλλο
ΙΝFΟ
Ο τόμος της σειράς Έλληνες Ζωγράφοι, «Αλέξης Ακριθάκης» κυκλοφορεί αύριο στην τιμή των 6,5 ευρώ.
βάλσαμο». Αυτή η ασυνέχεια μέσα στην επανάληψη είναι και η νεωτερικότητα του Ακριθάκη, συνοψίζει ο κ. Ζαχαρόπουλος.
Μετά την τρίχρονη παραμονή του στο Παρίσι επέστρεψε στην Αθήνα το ΄61 και από κει πάλι αηδιασμένος από τη «ρουφιανιά» εγκαταστάθηκε χάρη σε μια υποτροφία στο Βερολίνο όπου με τη στήριξη της γυναίκας του Φώφης και τη χαρά από την κόρη του Χλόη, το έργο του- με χαρακτηριστικές τις «βαλίτσες» από παλιά ξύλα- ανέδωσε νέα ευαισθησία. Ο ίδιος από το ΄84 έκοψε τα ναρκωτικά, αλλά το έριξε στο ποτό. Δεν έπαψε να είναι δημιουργικός, αλλά περιορίσθηκε σε ελάχιστους φίλους ώς τον πρόωρο θάνατό του σε ηλικία 54 χρόνων το 1994. Σε αναδρομική μετά θάνατον έκθεση το 2003, στο Βερολίνο, δίπλα στον Πικάσο, είπαν ότι ο Ακριθάκης ήρθε να πάρει στην τέχνη του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα τη θέση του Μοντιλιάνι.