«Θα είναι μια διαφορετική κηδεία η αυριανή» λέει, ο Φατίχ Αλταϊλί. Ο διευθυντής της εφημερίδας «Σαμπάχ» είναι έντονα φορτισμένος- όπως και όλη η Τουρκία άλλωστε. Η δολοφονία του αρμενικής καταγωγής Τούρκου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ το μεσημέρι της Παρασκευής αναστάτωσε όλο τον κόσμο, πυροδοτώντας φόβους για αποσταθεροποίησης
OΦατίχ Αλταϊλί δεν κάθησε στην πολυθρόνα του περιμένοντας τα αποτελέσματα των επίσημων ερευνών. Άρχισε ο ίδιος την έρευνα. Η «Σαμπάχ» είχε πρώτη στα χέρια της, πριν ακόμα και από τις αρχές, την ταυτότητα του δολοφόνου. Ο Αλταϊλί επικοινώνησε ο ίδιος τρεις φορές με τον νομάρχη Κωνσταντινούπολης, μέχρι που στο τέλος διασταύρωσε το όνομα που είχε στα χέρια του. Ένα παιδί 16 χρόνων από την Τραπεζούντα! Ο Ογκούστ Σαμάστ. Έφυγε από το σπίτι του τρεις μέρες πριν τη δολοφονία λέγοντάς στην οικογένειά του ότι πάει σε γάμο στην Πόλη. Μόλις έφτασε, το πρώτο πράγμα που ρώτησε ήταν «πού είναι η περιοχή Σίσλι», όπου στεγάζονται τα γραφεία της εφημερίδας «Άγος». Την Παρασκευή το μεσημέρι ανέβηκε στα γραφεία και είπε ψέματα στη γραμματέα ότι είναι φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας και θέλει να συναντήσει τον διευθυντή. Η γραμματέας υποψιάστηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Του απάντησε πως δεν μπορούσε να τον δει. Τότε ο 16χρονος κατέβηκε στην είσοδο και περίμενε τον Χραντ Ντινκ εκεί. Κι όταν κατέβηκε, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Αλλά οι κάμερες ασφαλείας που βρίσκονταν στα διπλανά υποκαταστήματα των τραπεζών κατέγραψαν τις εικόνες. Η φωτογραφία του 16χρονου δολοφό- νου δόθηκε σε όλα τα μέσα ενημέρωσης και μέσα σε 32 ώρες συνελήφθη. Τον κατέδωσε ο ίδιος ο πατέρας του. «Δεν μετανιώνω γι΄ αυτό που έκανα», ήταν τα πρώτα λόγια που είπε στην κατάθεσή του ο 16χρονος δολοφόνος. «Διάβασα στο Ιnternet ότι ο Ντινκ είπε πως είναι από την Τουρκία, αλλά πως το τουρκικό αίμα είναι βρώμικοκι έτσι αποφάσισα να τον σκοτώσω». Όπως του Σαντόρο

«Η δολοφονία του Χραντ Ντινκ θυμίζει τη δολοφονία του καθολικού ιερέα Αντρέα Σαντόρο», μου λέει ο Φατίχ Αλταϊλί εξηγώντας πως και οι δύο έγιναν από νέους κάτω των 18 ετών από την Τραπεζούντα: «Αν λαμβάνονταν μέτρα μετά τη δολοφονία εκείνη, αν οι αρχές ασφαλείας της Τραπεζούντας έπαιρναν πιο σοβαρά την δολοφονία και δεν έκλειναν την υπόθεση λέγοντας ότι ήταν έργο ενός 15χρονου και μόνο, τότε ίσως να μην φτάναμε εδώ».

«Ίσως να μη μάθουμε ποτέ ποιοι κρύβονται πίσω από αυτή τη δολοφονία», σχολιάζει ο Φατίχ Αλταϊλί, ωστόσο είναι βέβαιος ότι από αυτή την ιστορία βγήκαν τελικά χαμένοι οι εθνικιστές. «Επηρεάζει αρνητικά τους εθνικιστές το κλίμα που δημιουργήθηκε στην Τουρκία τις τελευταίες μέρες», λέει ο διευθυντής της «Σαμπάχ» και υπενθυμίζει πόσες χιλιάδες κόσμου βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν λίγες μόνο ώρες μετά τη δολοφονία. Και μάλιστα χωρίς να υπάρχει καμιά οργάνωση. «Πραγματικά δεν περίμενα τέτοια αντίδραση από τον λαό», λέει ο Αλταϊλί, ο οποίος μάλιστα εκτιμά ότι αυτές οι κινητοποιήσεις ενδυναμώνουν τη φιλία μεταξύ των Τούρκων και των Αρμενίων. Χθες το πρωί τηλεφώνησε στον υπουργό Εξωτερικών Αμπντουλάχ Γκιουλ και του επισήμανε ότι στην κηδεία πρέπει να πάνε όλοι, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν. «Θα είναι μια διαφορετική κηδεία», επαναλαμβάνει. Αν σκεφτεί κανείς πόσος κόσμος βρέθηκε στους δρόμους το βράδυ της Παρασκευής φωνάζοντας το σύνθημα «Είμαστε όλοι Αρμένιοι», μπορεί να αναλογιστεί τι θα γίνει στην κηδεία αύριο.

Τον έστησαν στον τοίχο


Το Σάββατο παρακολουθούσα την ζωντανή εκπομπή του τηλεοπτικού καναλιού Χαμπέρ Τουρκ. Τρεις δημοσιογράφοι έστησαν στον τοίχο τον Κεμάλ Κεριντσίζ, τον δικηγόρο που κυνηγά τους Τούρκους συγγραφείς και δημοσιογράφους κατηγορώντας τους για παραβίαση του άρθρου 301 και προσβολή του τουρκισμού στα τουρκικά δικαστήρια. Αυτός είχε πάει στο δικαστήριο και τον Χραντ Ντινκ με την ίδια κατηγορία, πετυχαίνοντας μάλιστα και την καταδίκη του. Ο Χραντ Ντινκ ήταν ο μοναδικός που καταδικάστηκε με βάση το άρθρο 301. «Μπορείτε τώρα να έχετε ήσυχη τη συνείδησή σας;», τον ρώτησαν ευθέως οι Τούρκοι δημοσιογράφοι καταλογίζοντάς του ευθύνες για το εθνικιστικό ρεύμα που δημιουργήθηκε στην Τουρκία. «Γιατί δεν παραδέχεστε ότι η συμπεριφορά σας είναι ακραία;» συνέχιζαν να τον ρωτούν. Αλλά ο Κεμάλ Κεριντσίζ δεν παραδέχθηκε τις ευθύνες του. Ούτε και απάντησε στο ερώτημα αν είχε ήσυχη τη συνείδησή του.

«Μη σωπαίνεις», φώναζαν


ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ τη δολοφονία υπήρξε μια παγωμάρα. Μόνο μερικές δεκάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν αρχικά στην πλατεία Ταξίμ. Ανάμεσά τους και ο Σινάν, ο Τάρικ, ο Αζίς, ο Τζεμ, η Μαρία, ο Αλέξης. Τούρκοι, Αρμένιοι, Κούρδοι, Ρωμιοί… Τίποτα δεν ήταν οργανωμένο. Άρχισαν όλοι να τηλεφωνούν σε γνωστούς και φίλους. Ελάτε στο Ταξίμ. Πέρασαν δύο ώρες και η πλατεία ήταν άδεια. «Θα φύγω από αυτή τη χώρα, ντρέπομαι να κάθομαι εδώ με έναν λαό που δεν αντιδρά…», είπε με αγανάκτηση ο Σινάν. Ύστερα όμως άλλαξε γνώμη όταν είδε την πλατεία να γεμίζει με χιλιάδες ανθρώπους. «Μη σωπαίνεις, όσο σωπαίνεις θα έρθει η σειρά σου», φώναζαν όλοι με ένα στόμα περπατώντας προς τα γραφεία της εφημερίδας «Άγος». Η Μπουσρά, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά, έκλαιγε πριν έρθει στην πορεία. «Θα κλάψω και μετά, όταν επιστρέψω σπίτι», μας είπε. Στην πορεία κάποιοι φώναζαν και συνθήματα όπως «Μπαϊκάλ φασίστα» ή «Κράτος δολοφόνε, θα λογοδοτήσεις», υπονοώντας το βαθύ κράτος.

Κι όμως, κάθε άλλο παρά βαθύ κράτος φαίνεται να μυρίζει τούτη τη φορά αυτή η ιστορία. «Στο παρελθόν, μόλις γίνονταν τέτοιες δολοφονίες στο μυαλό μου ερχόταν αμεσως το βαθύ κράτος. Όχι όμως πια. Στους δρόμους κυκλοφορούν πια τα παιδιά της “Κοιλάδας των Λύκων”», γράφει ο διευθυντής της «Ραντικάλ» Ισμέτ Μπέρκαν. Κι έχει δίκιο. Η «Κοιλάδα των Λύκων», μια εθνικιστική τηλεοπτική σειρά, έχει αφήσει έντονα σημάδια στους νέους της Τουρκίας. Αλλά όχι μόνο αυτή.

«Αισθάνομαι σαν ένα τρομαγμένο περιστέρι»


ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ, όταν διατάχθηκε έρευνα εναντίον μου, δεν ανησύχησα. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στα γραπτά και τις προθέσεις μου. Άπαξ και είχε ο εισαγγελέας την ευκαιρία να αξιολογήσει το άρθρο μου ως σύνολο, όχι μόνο εκείνη τη μεμονωμένη φράση που δεν έβγαζε από μόνη της νόημα, θα καταλάβαινε πως δεν είχα πρόθεση να «προσβάλω τον τουρκισμό» και όλη αυτή η κωμωδία θα τελείωνε. Όμως έκπληξη! Ασκήθηκε δίωξη.

Στα ρεπορτάζ τους, εφημερίδες και τηλεοράσεις, ανέφεραν πάντα πως είχα πει ότι «το αίμα του Τούρκου είναι δηλητηριώδες».

Κάθε φορά, η φήμη μου ως «εχθρού του Τούρκου» μεγάλωνε. Τα υπέμενα όλα, βέβαιος πως το δικαστήριο θα με αθώωνε. Η αλήθεια τότε θα θριάμβευε και όλοι όσοι με βομβάρδιζαν με ύβρεις και απειλές θα ένιωθαν ντροπή. Όταν όμως βγήκε η απόφαση, οι ελπίδες μου συντρίφτηκαν. Αυτοί που επεχείρησαν να με ξεχωρίσουν και να με αποδυναμώσουν πέτυχαν. Με τις ψευδείς πληροφορίες που προωθούσαν στην κοινωνία, έκαναν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού να βλέπει τον Χραντ Ντινκ ως κάποιον που «προσβάλλει τον τουρκισμό».

Η μνήμη του υπολογιστή μου είναι γεμάτη από θυμωμένες, απειλητικές γραμμές. Πόσο πραγματικές είναι αυτές οι απειλές; Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να ξέρω. Το ψυχολογικό μου μαρτύριο όμως είναι αβάσταχτο. Είμαι σαν το περιστέρι, εξίσου ψυχωτικός με το τι συμβαίνει δεξιά και αριστερά μου, πίσω και εμπρός μου.

Τι είπε ο υπουργός Εξωτερικών; Ή ο υπουργός Δικαιοσύνης; «Δεν υπάρχει λόγος να υπερβάλλουμε αναφορικά με το άρθρο 301 (περί προσβολής του τουρκισμού). Μήπως έχει οδηγήσει πραγματικά κανέναν στη φυλακή;». Λες και το να μπαίνεις φυλακή είναι ο μόνος τρόπος να πληρώνεις το τίμημα. Αυτό είναι το τίμημα. Μήπως ξέρετε εσείς οι υπουργοί το κόστος τού να κάνεις κάποιον να φοβάται όσο ένα περιστέρι;

Η οικογένειά μου κι εγώ έχουμε περάσει δύσκολες στιγμές. Έχω σκεφτεί κάποιες φορές να εγκαταλείψω τη χώρα. Το να εγκαταλείψω όμως μια «κόλαση που βράζει» για έναν «παράδεισο» δεν μου ταιριάζει. Εγώ ήθελα να μετατρέψω αυτή την κόλαση σε παράδεισο.

Το 2007 θα είναι κατά πάσα πιθανότητα μια χρονιά ακόμα πιο σκληρή για μένα. Οι δίκες θα συνεχιστούν, νέες θα αρχίσουν και μόνο ο Θεός ξέρει τι καινούργιες αδικίες θα χρειαστεί να αντιμετωπίσω. Μπορεί να βλέπω τον εαυτό μου σαν τρομαγμένο περιστέρι, αλλά ξέρω πως σε αυτή τη χώρα οι άνθρωποι δεν αγγίζουν τα περιστέρια. Τα περιστέρια μπορούν να ζουν στις πόλεις, ακόμα και μέσα στο πλήθος. Λίγο τρομαγμένα ίσως, αλλά ελεύθερα.

Το τελευταίο άρθρο του Χραντ Ντινκ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Άγος» στις 19 Ιανουαρίου, την ημέρα που δολοφονήθηκε.