Oγνωστός Άγγλος φιλόσοφος Τimothy Αsh λέει γλαφυρά, ότι ο τρόμος είναι μια πνευματική κατάσταση και κατά συνέπεια δεν είναι εύκολο να πούμε πότε ακριβώς θα κερδηθεί αυτός ο αγώνας εναντίον της τρομοκρατίας.

Γιατί κάνω αυτή την παρατήρηση; Γιατί, χωρίς να υποβαθμίζω τη σοβαρότητα του τρομοκρατικού κτυπήματος που έγινε στην αμερικανική πρεσβεία, φοβούμαι ότι έπειτα από αυτή αναπαράχθηκε και μια χολιγουντιανή «μετα-ιστορία» αστυνομικής πλοκής από τα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης (χωρίς ωστόσο να αναλύονται τα πιο σημαντικά ζητήματα αυτής της υπόθεσης).

Ποια είναι αυτά; Κατ΄ αρχήν, γιατί πέτυχε αυτό το σκοτεινό εγχείρημα; Πριν απαντήσω θα ήταν μορφωτικά διδακτικό να θυμηθούμε την ακόλουθη ιστορία: Όταν αποκαλύφθηκε στην Αμερική ότι η κυβέρνηση υπέκλεπτε παράνομα τα τηλεφωνήματα εκατομμυρίων πολιτών, τότε η επίσημη απάντηση που παρασχέθηκε ήταν η εξής:

Εάν η «εσωτερική αυτή κατασκοπεία» είχε αρχίσει πιο πριν, τότε ενδεχόμενα θα αποτρεπόταν το φοβερό κτύπημα στη Νέα Υόρκη το 2001! Απέναντι σε αυτό το γελοίο επιχείρημα η εφημερίδα «Νew Υork Τimes» αντέτεινε ευφυώς, ότι η ισλαμιστική θηριωδία πέτυχε, γιατί η κυβέρνηση Μπους δεν ενδιαφερόταν τότε για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (Τhey missed the plot because they were not looking, «Spies, Lies and Wiretaps», «Νew Υork Τimes», 29/1/2006)!

Με την ίδια ακριβώς λογική θα πρέπει να πούμε καθαρά, ότι η επίθεση στην αμερικανική πρεσβεία πέτυχε, γιατί η σημερινή ελληνική κυβέρνηση είχε αφρόνως υποτιμήσει το ζήτημα της τρομοκρατίας (όπως παραδέχθηκε και η υπουργός Εξωτερικών)!

Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο τίθεται συναφώς και ένα άλλο τρομακτικό πρόβλημα: Είναι, δηλαδή, αναγκαίο εν όψει αυτής της συγκυρίας να αυξήσουμε το αντιτρομοκρατικό μας οπλοστάσιο; Και πιο ειδικότερα είναι μήπως απαραίτητο να επιτραπεί η ενεργοποίηση της ηλεκτρονικής παρακολούθησης ακόμη και στους δρόμους (ή γενικότερα στους δημόσιους χώρους);

Πρώτα-πρώτα κανείς δεν μπορεί να προβλέψει

ΘΑ ΗΜΟΥΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΑ

αντίθετος στη γενικευμένη χρήση της κάμερας σε όλους τους δημόσιους χώρους, γιατί μια τέτοια επιλογή κυοφορεί και έναν απίστευτο ολοκληρωτισμό

πότε θα τελειώσει αυτός ο αδυσώπητος αγώνας κατά της τρομοκρατίας. Επομένως θα ήταν επικίνδυνο σε όλον αυτόν τον μακρύ ιστορικό χρόνο να ψηφίσουμε μέτρα τα οποία θα ενσταλάξουν στις άνισες, αλλά πάντως δημοκρατικές μας, κοινωνίες ένα ανεξέλεγκτο πνεύμα κρατικής καταστολής (όπως έγινε στο Λονδίνο, όπου η shoot-to-kill policy οδήγησε στον αποκρουστικό θάνατο του Βραζιλιάνου μετανάστη Ντε Μενέζ).

Κάτω από αυτό το πρίσμα θα συναινούσα κατ΄ αρχήν στην ηλεκτρονική παρακολούθηση συγκεκριμένων δημόσιων χώρων, οι οποίοι είτε για ιστορικούς είτε για άλλους λόγους, εκπέμπουν ουσιαστικά και συμβολικά μια αυξημένη επικινδυνότητα (όπως είναι η πρεσβεία των ΗΠΑ).

Μια τέτοια λογική είναι εν μέρει κατανοητή, αφού άλλωστε και η δικονομική μας νομοθεσία δίνει τη δυνατότητα στον ποινικό δικαστή να αξιολογεί και παράνομα αποδεικτικά μέσα, όταν διαπράττονται σοβαρές αξιόποινες πράξεις (και αφού προηγούμενα σταθμιστούν οι εξειδικευμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 177 του ΚΠΔ).

Όμως θα ήμουν κατηγορηματικά αντίθετος στη γενικευμένη χρήση της ηλεκτρονικής κάμερας σε όλους τους δημόσιους χώρους, γιατί μια τέτοια επιλογή – πέρα από τα συνταγματικά προβλήματα που έχει με το άρθρο 9Α του Συντάγματος- κυοφορεί και έναν απίστευτο ολοκληρωτισμό, αφού το μεγάλο μάτι θα βλέπει αυταρχικά- και διεστραμμένα- τα πάντα!

Έτσι θα πρέπει να είμαστε ισχυρά επιφυλακτικοί απέναντι σε τέτοιες λύσεις- οδοστρωτήρες που ακρωτηριάζουν τα ατομικά μας δικαιώματα. Με την ίδια καχυποψία αντιμετωπίζω και την πιο επεξεργασμένη πρόταση του φημισμένου νομικού του Υale Β. Αckerman, που προτείνει μετά από κάθε σημαίνουσα τρομοκρατική επίθεση να ψηφίζεται- με αυξημένη πλειοψηφία της Γερουσίας – ένα «Σύνταγμα έκτακτης ανάγκης» (emergency constitution), που θα ισχύει για λίγο χρονικό διάστημα και θα μπορεί να αναστέλλει και την εφαρμογή του habeas corpus (Αckerman, Βefore the next attack, 2006).

Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Η γενικευμένη χρήση της ηλεκτρονικής κάμερας πρέπει να αποφευχθεί, γιατί εκκολάπτει ένα αυταρχικό κράτος παρακολούθησης. Και επομένως η αληθινή καταστροφή «θα είναι τότε η τραυματισμένη ζωή την οποία θα διάγουμε εν όψει πιθανώς μιας νέας τρομοκρατικής επίθεσης» (Ζίζεκ)!

Ο Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ