Κυκλοφορούμε συχνά με τα αυτοκίνητά μας έξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα· και σε κάθε ταξίδι διαπιστώνουμε ότι οι εξοχικές κατοικίες, πολυτελείς και μη, είναι περισσότερες από το προηγούμενο ταξίδι μας· το ίδιο και αν κοιτάξουμε προς τις θάλασσες, όπου ξεπηδούν νέες υπερπλήρεις μαρίνες και τα «σκάφη» (γι΄ αυτό και: αυτός είναι σκαφάτος!) εκτός από περισσότερα είναι και μεγαλύτερα. Τέτοια παραδείγματα μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς και άλλα, όπως η πληρότητα των νυχτερινών κέντρων, η αυξανόμενη «έξοδος» από τα αστικά κέντρα κατά τα λεγόμενα τριήμερα, τετραήμερα και ό,τι άλλο.

Και από την άλλη παρακολουθούμε στον Τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, μια ελληνική κοινωνία με το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν κάτω από το όριο ή στο όριο της φτώχειας να αυξάνεται από μέρα σε μέρα, με την ανεργία το ίδιο, τον αριθμό των αστέγων να φτάνει σε απίστευτα ποσοστά, με την αμοιβή της εργασίας να βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο σε όλη την Ευρώπη και με το κόστος διαβίωσης στο υψηλότερο.

Δύο εικόνες, δηλαδή, φαινομενικά εντελώς διαφορετικές αλλά και προκλητικά προβαλλόμενες, η μία να φαίνεται παντού και η άλλη κάπου να κρύβεται· η μία κραυγάζουσα και η άλλη κρυπτόμενη πίσω από στατιστικές και πίνακες τιμών. Οπότε, τα περιθώρια που αφήνονται για «ερμηνείες» είναι πολύ μεγάλα· ανάμεσα στις δύο εικόνες και τα χαρακτηριστικά τους, κατά τις παραπάνω περιγραφές που δεν παραμορφώνουν, πιστεύω, την πραγματικότητα των σημερινών κοινωνικών σχέσεων, έχουν κατά τα τελευταία χρόνια- ιδιαίτερα κατά τα πολύ πρόσφατα- αναπτυχθεί ιδεολογήματα και ασύστολα ψεύδη, πειστικά από κάποιες όψεις: πού την είδατε τη φτώχεια;

Η έμμεση ερώτηση απευθύνεται στην ανάγκη του μικρού και μεσαίου αστού να μην ταράζεται, να μην ανησυχεί, για να απολαμβάνει την καλή ζωή του· και βασίζεται στην εικόνα: η ζωή αυτών των αστών διαμορφώνεται έτσι που να μην κινείται ανάμεσα στη φτώχεια και στην εξαθλίωση· είναι πραγματικότητες που «κινούνται» στο περιθώριο του χώρου των αστών, από όπου όλο και απομακρύνονται, «εν κρυπτώ», ενώ ο πλούτος και είναι και θέλει να είναι εμφανής, να επιδεικνύεται, ιδιαίτερα αν είναι «νέος»· έτσι λοιπόν, το επιχείρημα- ιδεολόγημα «πιάνει», γιατί η εικόνα είναι πράγματι αυτή- έως ότου ψαχουλέψει κανείς πίσω απ΄ αυτήν και ανακαλύψει

Η ΑΠΩΘΗΣΗ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ

όλο και πιο μακριά από τον «κόσμο», τον εξαθλιώνει και τον κάνει εντελώς ανίκανο να αντιδράσει· δεν είναι η φτώχεια και η εξαθλίωση ο χώρος της επανάστασης

ότι η εικόνα που σχηματίζει ο μέσος και μικρός αστός δεν αναδεικνύει παρά μία μόνον όψη της πραγματικότητας.

Η πραγματικότητα αυτή προβάλλει την εικόνα ενός πλούτου που συσσωρεύεται διαρκώς σε νέα χέρια και αυξάνεται στα παλιά, με τον κεντρικό χαρακτήρα τού ότι πρόκειται για έναν πλούτο αντιπαραγωγικό, που δεν επενδύεται δηλαδή στην παραγωγή, αλλά στην πολυτελή, τουλάχιστον πολύ άνετη, διαβίωση. Είναι δηλαδή ένας πλούτος κοινωνικά άχρηστος, κατά περιπτώσεις ίσως και επιβλαβής, και πολύ συχνά δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ανακυκλώνει τη διαδικασία που τον παρήγαγε: φοροδιαφυγή, εμπόριο ναρκωτικών και όπλων, τζόγος, τοκογλυφία, ξέπλυμα και τα παρακλάδια τους.

Τελικά, πρόκειται για έναν τεράστιο πλούτο που παράγεται έτσι, παρασιτικά και παράνομα, στη μαύρη δηλαδή όψη της οικονομίας και χρηματοδοτεί, εκτός από την πολυτελή διαβίωση, τις ίδιες ή ανάλογες δραστηριότητες· δεν επενδύεται δηλαδή και δεν αναπαράγεται με όρους αγοράς, μολονότι και αυτές οι δραστηριότητες – πηγές πολιτισμού τείνουν να λειτουργήσουν ως ένα είδος αγοράς του «σκότους». Ασφαλώς, ο πλούτος της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης δεν προέρχεται μόνον από παράνομες δραστηριότητες· αυτές όμως προσφέρουν τα υψηλά ποσοστά κέρδους και τις γρήγορες αποδόσεις· οι νόμιμες, άλλωστε και η κραυγαλέα επίδειξη είναι η «παραλλαγή» που κρύβει καλά.

Και η φτώχεια, λοιπόν, που δεν φαίνεται, δεν υπάρχει; Ας μην αστειευόμαστε! Επειδή δεν φαίνεται; Μα πού και τι να φανεί· έχει ο φτωχός κάτι να επιδείξει; Μπορεί ο φτωχός να υπάρχει και να κυκλοφορεί εκεί όπου και οι παραπάνω «ευυπόληπτοι» αστοί; Υπάρχουν, εντούτοις, όλο και περισσότεροι και όλο πιο φτωχοί: αυτός ο «νόμος», ο άγραφος, που θέλει τη λειτουργία της αντίθεσης να είναι αμείλικτη, μας έχει διδάξει ότι όσο πιο γρήγορα και σε μεγαλύτερες δόσεις ο πλούτος πηγαίνει στον αστό, τόσο το χάσμα ανάμεσα σ΄ αυτόν και τον φτωχό διευρύνεται και βαθαίνει, τόσο η φτώχεια διευρύνεται και επιδεινώνεται.

Η χρήση λοιπόν του ορατού ως αποδεικτικού στοιχείου για τη μείωση της φτώχειας είναι ιδεολογικά επωφελής για όσους την πραγματοποιούν, κοινωνικά ανήθικη όμως και από κάθε άποψη φασιστική. Η απώθηση του φτωχού όλο και πιο μακριά από τον «κόσμο», τον εξαθλιώνει και τον κάνει εντελώς ανίκανο να αντιδράσει· δεν είναι η φτώχεια και η εξαθλίωση ο χώρος της επανάστασης. Αντίθετα, φτώχεια και εξαθλίωση είναι εκκολαπτήριο της αντικοινωνικότητας και εκτροφείο του φασισμού· ο αποκλεισμός από κάθε δυνατότητα κοινωνικής συμμετοχής δεν εντείνει την ταξικότητα, δεν εντείνει την κοινωνική σύγκρουση, είναι λόγος παραγωγής αντιδημοκρατικών συμπεριφορών· η ώθηση όμως ενός σημαντικού κομματιού της κοινωνίας στην εξουθένωση καθιστά σαφέστερη την αντικοινωνικότητα και την απανθρωπιά του άγριου καπιταλισμού, στον οποίο ζούμε σήμερα.

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών