Ο ήρωάς μας περνάει μια φριχτή μέρα. Η στυλίστρια του κόβει κατά λάθος το μισό μουστάκι και από τις στριγκλιές, κλείνει η φωνή του. Βρισκόταν που βρισκόταν το ηθικό του στα τάρταρα… («βρέχει» το κρεβάτι του, είναι σεξουαλικά ανίκανος, χάνει και τον πόλεμο)… να πέσει στην ανάγκη ενός Εβραίου του έλειπε!


O«ήρωάς» μας δεν είναι άλλος παρά ο Αδόλφος Χίτλερ, ή μάλλον ο Αδόλφος Χίτλερ όπως τον παρουσιάζει ο Εβραίος (γεννημένος στην Ελβετία) σκηνοθέτης Ντάνι Λέβι στη νέα του ταινία με τίτλο «Μάιν Φύρερ: Η Πραγματικά Αληθινή Αλήθεια για τον Αδόλφο Χίτλερ». Γυρίστηκε ως κωμωδία, το πνεύμα της είναι σατιρικό. Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι: Έχουμε δικαίωμα να γελάμε με τον Χίτλερ; Και καλά εμείς. Έχουν οι Γερμανοί δικαίωμα να γελάνε

ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

Η ταινία έκανε πρεμιέρα μόλις χθες, κριτικοί και εβραϊκές οργανώσεις, ωστόσο, ξεσπαθώνουν εδώ και εβδομάδες

με τον Χίτλερ; Η ταινία έκανε πρεμιέρα στη Γερμανία μόλις χθες, κριτικοί και εβραϊκές οργανώσεις, ωστόσο, ξεσπαθώνουν εδώ και εβδομάδες.

«Η ταινία είναι επιφανειακή, υπερβολική, ακόμα και επικίνδυνη», έγραψε ο Στέφαν Κράμερ, ο επικεφαλής του Κεντρικού Εβραϊκού Συμβουλίου στην «Die Ζeit». «Δεδομένου του ότι οι ναζί σκότωσαν εκατομμύρια ανθρώπους, δεν μπορώ να γελάσω με αυτό». Ακόμα και ο Τσάρλι Τσάπλιν, υπενθυμίζουν όσοι υιοθετούν αυτή την άποψη, δήλωσε το 1964 πως αν γνώριζε το 1940 τη φρίκη του Ολοκαυτώματος δεν θα είχε μπορέσει να γυρίσει τον «Μεγάλο Δικτάτορα». Οι κριτικοί, από την πλευρά τους, επικεντρώνουν αλλού το πρόβλημα: «Το πολύ να γελάσεις 2,5 φορές», έγραψε ο Μίκαελ Άλτεν στην «Frankfurter Αllgemeine Ζeitung». Στην πραγματικότητα, ακόμα και ο κωμικός που υποδύεται τον Χίτλερ, ο Χέλγκε Σνάιντερ, έχει πάρει αποστάσεις από την ταινία: «Δεν με ενθουσίασε», δήλωσε σε συνέντευξή του. «Απλώς δεν την βρίσκω αστεία».

Απελπισμένος

Μέρος των αντιδράσεων οφείλεται, αναμφίβολα, σε διαφορές αισθητικής φύσης. Η ταινία τοποθετείται στα τέλη του 1944. Απελπισμένος, ο Χίτλερ ατενίζει τα ερείπια της ναζιστικής Γερμανίας. Θέλοντας να του ανεβάσουν το ηθικό, οι σύμβουλοί του ψάχνουν και βρίσκουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης έναν (φανταστικό) Εβραίο καθηγητή υποκριτικής, τον Αδόλφο Γκρούνμπαουμ: του αναθέτουν την αποστολή να προετοιμάσει τον Φύρερ για το διάγγελμα που πρέπει να βγάλει την Πρωτοχρονιά, ώστε να συσπειρώσει τον λαό του. Ο Γκρούνμπαουμ βάζει τον Χίτλερ να φορέσει μια μουσταρδί αθλητική φόρμα και να κάνει διάφορες γελοίες ασκήσεις- για παράδειγμα να σέρνεται στα τέσσερα και να γαβγίζει όπως το αγαπημένο του λυκόσκυλο, η Μπλόντι. Συναισθηματικά ανάπηρος, σεξουαλικά ανεπαρκής («Δεν μπορώ να σε νιώσω, Φύρερ μου», σκούζει η Εύα Μπράουν στη διάρκεια μιας αποτυχημένης ερωτικής συνεύρεσης) και ψυχολογικά τραυματισμένος από έναν καταπιεστικό πατέρα, καταλήγει στο ψυχιατρικό ντιβάνι, σε σκηνές που παραπέμπουν σε ταινία του Γούντι Άλεν.

«Τραγωδία και κωμωδία μαζί»


«ΑΥΤΗ η ταινία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από όλους, το ξέρω αυτό», λέει ο σκηνοθέτης, Ντάνι Λέβι, στην «Ιnternational Ηerald Τribune». «Στη Γερμανία, κάθε φορά που ακουμπάς αυτό το ζήτημα, βρίσκεσαι αμέσως στην κόψη του καλού γούστου». Σκοπός του Λέβι ήταν να φτιάξει μια «τραγωδία και κωμωδία μαζί», στα πρότυπα της γλυκόπικρης «Η Ζωή είναι Ωραία» του Ρομπέρτο Μπενίνι.

Σύμφωνα με τον Γερμανοεβραίο δημοσιογράφο του «Der Spiegel», Χένρικ Μπρόντερ, πάντως, η Γερμανία απλώς «δεν είναι έτοιμη για μια τέτοια ταινία. Οι Γερμανοί νιώθουν αμηχανία με τον Χίτλερ. Είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο δεν θα ήθελαν ούτε να μοιραστούν τη θέση τους στο τρένο για μισή ώρα, κι εντούτοις στρογγυλοκάθησε στην κεφαλή του γερμανικού έθνους για 12 χρόνια».