Η κυβέρνηση, στο πλαίσιο της επιχείρησης συνταγματικής αναθεώρησης του άρθρου 16 κλείνει πονηρά το μάτι σε διάφορα τμήματα της κοινής γνώμης. Πρόκειται για τμήματα αυτά για τα οποία, χρόνια τώρα, λιπαίνονται οι υλικοί όροι της συναίνεσής τους στην ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αναφερόμαστε πρώτα και κύρια σε αυτούς των οποίων τα παιδιά εισάγονται σε τριτοβάθμιες σχολές όχι μόνο εκτός επιλογής τους, αλλά και εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας. Ακόμη, σε αυτή την ομάδα του πληθυσμού που επιλέγει, κυρίως μέσα από αδιέξοδα, να στείλει τα παιδιά της σε πανεπιστήμια του εξωτερικού για σπουδές που δεν μπορούν να κάνουν στην Ελλάδα. Προφανώς «γαργαλάει» και τα συμφέροντα μιας άλλης ομάδας, με παιδιά στη Μέση Εκπαίδευση, η οποία πιστεύει ότι με τίμημα ένα ποσό που δεν είναι απαγορευτικό, θα απαλλαγεί από το κόστος των φροντιστηρίων και των ιδιαιτέρων αλλά και από το άγχος της πρόσβασης του παιδιού της σε σχολή με μέλλον.

Για τα τμήματα αυτά του πληθυσμού η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων προβάλλεται, έντεχνα, ως απάντηση στις ανάγκες τους. Δεν είναι τυχαίο που το βασικό προπαγανδιστικό σύνθημα των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών που λειτουργούν είτε αυτόνομα είτε ως παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων συνοψίζεται ακριβώς σε αυτό: «Σπούδασε αυτό που πραγματικά θέλεις στον τόπο που το θέλεις»!

Σε αυτές τις παραπάνω ομάδες του πληθυσμού, η αναθεώρηση του άρθρου 16 φαίνεται να προσφέρει αυτά που το δημόσιο πανεπιστήμιο αρνείται: όχι απλά την είσοδο, αλλά κυρίως την είσοδο σε σπουδές που βρίσκονται μέσα στον κύκλο ενδιαφερόντων των υποψηφίων και, βεβαίως, στον τόπο μόνιμης κατοικίας τους. Με δίδακτρα, φυσικά, αλλά μήπως δεν είναι συνηθισμένοι σε αυτά, ακόμη και στο καθεστώς του δημόσιου και δωρεάν σχολείου;

Και στο σημείο αυτό το ένα γρανάζι της συναίνεσης έρχεται να πιάσει το άλλο. Πάγια κυβερνητική πολιτική, που προηγείται της εκχώρησης ενός κοινωνικού αγαθού στους ιδιώτες, είναι η αποδυνάμωση (βλέπε υποχρηματοδότηση) και κατόπιν η απαξίωσή του. Τι προβάλλονται ως χαρακτηριστικά του

ΠΑΓΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ

πολιτική, που προηγείται της εκχώρησης ενός κοινωνικού αγαθού στους ιδιώτες, είναι η αποδυνάμωση (βλέπε υποχρηματοδότηση) και κατόπιν η απαξίωσή του

δημόσιου πανεπιστημίου; Αυξημένες ιδιωτικές εκπαιδευτικές δαπάνες για τους χιλιάδες «εσωτερικούς» και «εξωτερικούς» φοιτητές που ροκανίζουν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, γενικευμένο αίσθημα αβεβαιότητας και ανασφάλειας σχετικά με το επαγγελματικό μέλλον των πτυχίων, πανεπιστήμια στα όρια της κατάρρευσης, με τεράστια προβλήματα, ελλείψεις υποδομών και διδακτικού προσωπικού. Επιδέξια και αθόρυβα με τη βοήθεια του τακτοποιημένου λόγου μιας νέας (;) μεταρρυθμιστικής σταυροφορίας όπου σκόπιμα έχει υποκατασταθεί η αναζήτηση των αιτιών από τη διαπίστωση των αποτελεσμάτων, όλος ο προβληματισμός μοιάζει με τη θεωρία του πεπρωμένου στη θρησκευτική σκέψη όπου οι άνθρωποι αναφωνούν «είναι θέλημα Θεού» για να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν μια ορισμένη εξέλιξη των πραγμάτων: Τα «μη κρατικά πανεπιστήμια» είναι η λύση!

Αν, όμως,τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι η απάντηση, ποια, ακριβώς, είναι η ερώτηση; Μήπως θα πάψουν να πληρώνουν δίδακτρα οι 55.000 προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί Έλληνες φοιτητές που σπουδάζουν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού με ετήσιο συνολικό κόστος 1 δισ. ευρώ; Μήπως μέσω του ανταγωνισμού θα βελτιωθούν οι σπουδές στα δημόσια πανεπιστήμια; Μήπως θα εισάγεται ευκολότερα ο υποψήφιος στη σχολή που προτιμά και μήπως το πτυχίο του θα αποκτήσει βαρύτητα στην αγορά εργασίας;

Να το πούμε καθαρά και ας μην αμφιβάλλει κανείς: Όχι μόνο τίποτε από τα παραπάνω δεν θα γίνει, αλλά αντίθετα με το σκιάχτρο της ίδρυσης των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα σπρωχτούν έντεχνα τα δημόσια πανεπιστήμια να λειτουργήσουν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, να μειώσουν τα χρόνια σπουδών και να στραφούν στην αγορά σε αναζήτηση νέων πηγών εσόδων (δίδακτρα, σύνδεση με επιχειρήσεις, μετατροπή σε επιχειρήσεις πώλησης υπηρεσιών). Και είναι πλέον ηλίου φαεινότερον ότι ο συνδυασμός της αναθεώρησης του άρθρου 16 με την ταυτόχρονη προώθηση των υπόλοιπων μέτρων όπως ο νόμος-πλαίσιο, η άρση του ασύλου κ.λπ., αλλά και η έναρξη λειτουργίας των νόμων της αξιολόγησης, ΙΔΒΕ, ΔΟΑΤΑΠ- όπως αυτά δρομολογούνται, τελευταία, μέσα από τη χρηματοδότησή τους από το Δ΄ ΚΠΣ- θα δημιουργήσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο πίεσης στις πύλες των ΑΕΙ και ΤΕΙ. Ο ανταγωνισμός που θα δημιουργηθεί μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων θα λειτουργήσει έτσι ώστε να πιεστούν τα πρώτα και να εφαρμόσουν έναν πλήρως ιδιωτικοοικονομικό τρόπο λειτουργίας. Θα αναγκαστούν, δηλαδή, προκειμένου να επιβιώσουν, να επιβάλουν δίδακτρα (στην αρχή συμβολικά), αγορά συγγραμμάτων, αυστηρά προγράμματα σπουδών με προαπαιτούμενα, πλήρως εντατικοποιημένα, να διαγράφουν φοιτητές που θα κόβονται πάνω από 3 φορές σε ένα μάθημα κ.τ.λ.