ΕΙΝΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ, νέα και μητέρα δύο ανήλικων κοριτσιών.

Κρατείται στις φυλακές Κορυδαλλού, όπου εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης για συμμετοχή στη δολοφονία του συζύγου της. Το γεγονός ότι η ίδια αρνείται την ενοχή της δεν έχει μεγάλη σημασία. Η Δικαιοσύνη άλλωστε έχει αποφανθεί τελεσίδικα περί του αντιθέτου. Δεδομένου ότι δράστης της ανθρωποκτονίας ήταν ο εραστής της, δεν κατόρθωσε να πείσει τα δικαστήρια πως εκείνη δεν συνέβαλε στο έγκλημα. Από την ημέρα της σύλληψής της έως πριν από λίγα χρόνια, εκτός του εγκλεισμού που της έχει επιβάλει η πολιτεία, υπέβαλε τον εαυτό της σε μια πρόσθετη αυτοτιμωρία. Αρνιόταν να δει τα παιδιά της. Δεν ήθελε να τη δουν φυλακισμένη. Η καλή διαγωγή στη φυλακή, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση πενθήμερης άδειας, αποτέλεσε γι΄ αυτήν το μοναδικό μέλημα.

Τώρα παίρνει τη μια άδεια μετά την άλλη και, παρά την ευτυχία που νιώθει όταν βρίσκεται στο σπίτι της, απολαμβάνοντας τα παιδιά της, δεν διανοείται να μείνει ούτε λεπτό παραπάνω από το επιτρεπόμενο. Κάθε φορά επιστρέφει στο κελί της, ζώντας με την προσδοκία της επομένης εξόδου. Και επειδή η ποινή της ισόβιας κάθειρξης δεν συνιστά παραμονή στη φυλακή έως τον θάνατο, μπορεί να ονειρεύεται την αποφυλάκισή της, όταν συμπληρώσει τον χρόνο που προβλέπει ο νόμος. Οι… δόσεις ελευθερίας που στο μεταξύ της έχουν δοθεί με τη μορφή των αδειών, θα έχουν συμβάλει αποτελεσματικά στην προσαρμογή της, θα της έχουν δώσει τα εφόδια να αξιολογήσει την ελευθερία. Ώστε να κάνει χρήση των προνομίων που θα της παρασχεθούν και όχι κατάχρηση. Στον αντίποδα των επικρίσεων που δέχεται τελευταία ο θεσμός της χορήγησης αδειών στους κρατουμένους (και όχι άδικα), αποτελεί χρέος του καθενός να αναδείξει και την άλλη όψη. Του κοινωνικού έργου που επιτελεί, ανοίγοντας την πόρτα σε έναν κόσμο ο οποίος εξακολουθεί να διεκδικεί το δικαίωμα στη ζωή. Το πρόβλημα αναφύεται όταν αυτή η βαριά σιδερένια πόρτα ανοίγει διάπλατα. Και κλείνει απ΄ έξω εγκληματίες επικίνδυνους για το κοινωνικό σύνολο…