Μ ε λαμπρά πυροτεχνήματα γιορτάστηκε στη Σόφια και στο Βουκουρέστι η φετινή Πρωτοχρονιά που σφράγισε την προσχώρηση των δύο ανατολικών βαλκανικών κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά στην υπόλοιπη Ευρώπη η υποδοχή των δύο νέων εταίρων ήταν μάλλον χλιαρή. Η δυναμική της διεύρυνσης, που θεμελιώθηκε στο όραμα για την επανένωση τής επί δεκαετίες διχασμένης από τον Ψυχρό Πόλεμο ηπείρου μας, έχει εξασθενήσει. Το ίδιο και η εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών στην προοπτική της μεγάλης πλέον Ένωσης, όπως καταγράφεται στο Ευρωβαρόμετρο και σε άλλες δημοσκοπήσεις το τελευταίο διάστημα. Αβέβαιη διαγράφεται έτσι η ένταξη της Κροατίας γύρω στο 2010, ενώ για τις υπόλοιπες Δημοκρατίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, για την Αλβανία, και ακόμα περισσότερο για την Τουρκία, το ευρωπαϊκό μέλλον φαντάζει πολύ μακρινό, σχεδόν απλησίαστο.

Είκοσι επτά κράτη- μέλη και 490 εκατομμύρια κατοίκους αριθμεί η Ευρωπαϊκή Ένωση φέτος, στα πενηντάχρονα της Συνθήκης της Ρώμης, με την οποία οι έξι πρώτες χώρες ίδρυσαν το 1957 την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Πολύς δρόμος διανύθηκε έκτοτε: η οικονομική ολοκλήρωση προχώρησε, δημιουργήθηκαν θεσμοί και αναπτύχθηκαν πολιτικές που επέτρεψαν στις τέσσερις πρώτες διαδοχικές διευρύνσεις (η δεύτερη, το 1981, αφορούσε την Ελλάδα) οι νέες χώρες να ενσωματώνονται ομαλά και με αμοιβαία οφέλη. Μπροστά όμως στην πέμπτη και μεγαλύτερη διεύρυνση με τις οκτώ σημαντικά φτωχότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, την Κύπρο και τη Μάλτα πριν από τρία χρόνια, η πολιτική αδυναμία των κυβερνήσεων να συμφωνήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις όξυνε τα προβλήματα. Χωρίς μεταφορά εξουσιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο που να επιτρέπει τη λήψη αποφάσεων, τη διαμόρφωση πολιτικών και την ενιαία εκπροσώπηση και παρέμβαση της Ευρώπης στον κόσμο, έχουμε μείνει με μια δυσκίνητη διακυβερνητική διαχείριση. Αυτή δύσκολα την αναγνωρίζουν, και ακόμα δυσκολότερα μπορούν να την ελέγξουν δημοκρατικά οι πολίτες, εφόσον δεν εκλέγουν παρά εθνικούς αντιπροσώπους, εγκλωβισμένοι κατά κανόνα σε στενά εθνικές προβληματικές. Επιπλέον, χωρίς πολιτικό προγραμματισμό και επαρκείς πόρους για να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες οικονομικές ανισότητες ανάμεσα στις παλαιότερες και τις νέες χώρες- μέλη, το πεδίο αφέθηκε στις δυνάμεις της αγοράς. Δυτικοευρωπαϊκές επιχειρήσεις έσπευδαν να επενδύσουν στις ανατολικές χώρες για να εκμεταλλευθούν το φθηνό εργατικό

ΦΤΩΧΟΤΕΡΕΣ

από όλες τις χώρες, η Βουλγαρία και η Ρουμανία, θα βρίσκουν για τουλάχιστον δύο χρόνια κλειστές σχεδόν όλες τις δυτικές αγορές εργασίας

δυναμικό και την πολύ χαμηλότερη φορολογία. Και φτωχοί Ανατολικοευρωπαίοι ήρθαν κατά χιλιάδες να δουλέψουν στις πλουσιότερες χώρες, πρόθυμοι να πληρωθούν λιγότερο από τους ντόπιους. Η διπλή αυτή κίνηση ενέτεινε τη δυσφορία και την ανασφάλεια στις πλουσιότερες δυτικές κοινωνίες, ιδίως σε όσες δοκιμάζονται από μακροχρόνια υψηλή ανεργία. Φτωχότερες από όλες τις προηγούμενες, η Βουλγαρία και η Ρουμανία, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ μόλις στο ένα τρίτο του μέσου ευρωπαϊκού, θα βρίσκουν για τουλάχιστον δύο χρόνια κλειστές σχεδόν όλες τις δυτικές αγορές εργασίας. Και είναι αξιοσημείωτο ότι η κυβέρνηση Μπλερ, που πρωτοστάτησε στην αντίληψη της ενιαίας αγοράς με διακυβερνητική διαχείριση, αντίθετη στη μεταφορά εξουσιών και στην αύξηση των κοινοτικών πόρων, μετέχει τώρα και αυτή σε αυτόν τον αποκλεισμό, έχοντας δεχθεί στο έδαφός της κοντά στο μισό εκατομμύριο μετανάστες τα τελευταία τρία χρόνια, από την Πολωνία κυρίως. Αυτή η γκρίζα ατμόσφαιρα επικρατεί ωστόσο σε μια φάση κατά την οποία η ευρωπαϊκή οικονομία φαίνεται επιτέλους να έχει βγει από την παρατεταμένη στασιμότητα. Στη Γερμανία, την παραδοσιακή ατμομηχανή της Ευρώπης, η άνοδος της απασχόλησης ήταν το 2006 η μεγαλύτερη (0,7%) της εξαετίας και αναμένεται να συνεχιστεί. Οι προβλέψεις των μεγάλων ερευνητικών ινστιτούτων είναι τώρα πολύ θετικές, παρά την αύξηση του ΦΠΑ κατά τρεις μονάδες που ισχύει από φέτος. Και έχει ενδιαφέρον ότι αναλαμβάνοντας αυτό το εξάμηνο την προεδρία της Ένωσης, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έχει θέσει στις προτεραιότητές της τις αναγκαίες πολιτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις, ξανανοίγοντας τη συζήτηση για το Ευρωσύνταγμα. Ουδείς πιστεύει ότι θα καταλήξουμε στο ίδιο κείμενο, που η ανασφάλεια απέναντι στους μετανάστες και την αγορά οδήγησε στο να απορριφθεί στα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας. Παρ΄ όλες τις αυξημένες πολιτικές δυσκολίες όμως, η βελτιωμένη οικονομική προοπτική δημιουργεί προσφορότερο κλίμα για την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών θεσμών και την κατοχύρωση κοινωνικών δικαιωμάτων.

Για την Ελλάδα η διεύρυνση στα Βαλκάνια έχει μεγάλη σημασία, όπως και η πρόοδος προς την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Ακολουθώντας την πολιτική των προκατόχων της, η κυβέρνηση Καραμανλή τοποθετείται θετικά και στα δύο αυτά ζητήματα. Η υπουργός Εξωτερικών ήταν παρούσα στη Σόφια την Πρωτοχρονιά για να καλωσορίσει τη Βουλγαρία, οι επίσημες ελληνικές δηλώσεις τάσσονται υπέρ της συνέχισης της διεύρυνσης στα Δυτικά Βαλκάνια και στην Τουρκία, το Ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε στο άψε σβήσε το Ευρωσύνταγμα (πριν προλάβει η ελληνική κοινωνία να πολυκαταλάβει τι σήμαινε). Όλες αυτές οι κινήσεις όμως περιορίζονται σε ένα διακηρυκτικό ή συμβολικό επίπεδο. Πολύ αδύναμο είναι το πολιτικό τους αντίκρυσμα, είτε στην ενδοευρωπαϊκή διαπραγμάτευση είτε στην εσωτερική αντιπαράθεση. Χαρακτηριστική ήταν η απουσία της Ελλάδας από την πρωτοβουλία που ανέλαβαν η Ισπανία και το Λουξεμβούργο για τη συνεννόηση των δεκαοκτώ χωρών που έχουν υιοθετήσει το Ευρωσύνταγμα, ώστε από κοινού να προωθήσουν τις θέσεις τους.