«Θα πάρετε τριάντα χιλιάδες λίρες Καπετάνιε

αν φτάσουμε πριν τη μια στο Λίβερπουλ…»

«ΟΓύρος του κόσμου σε ογδόντα μέρες του Ιουλίου Βερν» «διέγειρε την παιδική

φαντασία μας και μας μετέδιδε καλύτερα από την υδρόγειο σφαίρα τη χαρά της

περιπέτειας και την επιθυμία του ταξιδιού». Ο Ζαν Κοκτό στο

ομότιτλο βιβλίο του (εκδόσεις Κέδρος, μετάφραση Φωτεινή

Παπαρήγα) καταγράφει ως νέος Φιλέας Φογκ τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του

1936 στις οποίες αναφέρεται με ιδιαίτερη συγκίνηση στην επίσκεψή του στην

Αθήνα, στην Ακρόπολη και στον Παρθενώνα –αυτή την λεπτεπίλεπτη μηχανή που

υφαίνει ένα χρόνο μοναδικής ουσίας και ξετυλίγει την διάρκεια.

Επιμένοντας στην «σαρκική πλευρά του κτίσματος» γράφει: «κόλλησα το στόμα

μου σε μια από τις σπασμένες κολόνες του τραυματισμένου ναού…».

Ο εξανθρωπισμός του μνημείου μού θύμισε την διήγηση του Le Corbusier για την

επίσκεψή του στην Ακρόπολη το 1911: «Ήμουν είκοσι πέντε χρονών όταν

αντίκρυσα μετά από πέντε μηνών ταξίδι τον Παρθενώνα στην Αθήνα. Οι

μετόπες του ήταν όρθιες αλλά η μακριά πλευρά του κειτόταν καταγής. Για

βδομάδες άγγιζα με τα χέρια μου, με σεβασμό,

ανυπομονησία, έκπληξη, αυτές τις πέτρες τις τοποθετημένες στο

επιθυμητό ύψος! Η ψηλάφηση είναι ένας άλλος τρόπος όρασης…».

Ο ίδιος επισημαίνει συχνά τη σημασία της επεξεργασίας όταν η αναγνώριση της

μετουσίωσης της ύλης προκαλεί το χέρι στη θωπεία του αρχιτεκτονικού μέλους.

Αλλά και ο Ερνέστος Ρενάν, στο γνωστό ποιητικό πεζό του «Προσευχή στην

Ακρόπολη» γράφει ότι για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1865 αισθάνθηκε

αντικρύζοντας τον Παρθενώνα κάτι σαν μια δροσερή αύρα «διαπεραστική που

ερχότανε από πολύ μακριά… Ήτανε το ιδανικό αποκρυσταλλωμένο σε πεντελικό

μάρμαρο, που μου εμφανιζότανε». Στον ύμνο που απευθύνει ο ίδιος στη

θεά Αθηνά: «Για σένα… Ναι, θα προσδεθώ στον στυλοβάτη του

ναού σου, θα ξεχάσω κάθε πειθαρχία εκτός από τη δική σου, θα

γίνω στυλίτης πάνω στους κίονές σου, κελί μου θα είναι το επιστύλιό

σου… θα ξεριζώσω από την καρδιά μου κάθε ίνα που δεν είναι λόγος και καθαρή

τέχνη…».

Την ίδια χρονιά που ο Κοκτό δημοσίευσε τις εντυπώσεις του για την Ακρόπολη, ο

Φρόιντ αφιερώνει ένα γραπτό του στον εορτασμό της εβδομηκοστής επετείου των

γενεθλίων του Ρομέν Ρολάν με τον τίτλο: «Μια διαταραχή της μνήμης πάνω στην

Ακρόπολη».

Σ’ αυτή την κατάθεση ευγνωμοσύνης προς τον αγαπημένο του ποιητή, ο Φρόιντ

αναλύει τις διαδοχικές φάσεις ενός φαινομένου που είχε ζήσει στο ταξίδι στην

Αθήνα με τον αδελφό του το 1904 το οποίο όλο επανερχόταν στη μνήμη του.

Περιγράφει με εντυπωσιακή ακρίβεια τη διαταραχή της μνήμης αλλά και την

χαρούμενη έκπληξή του όταν είδε την πραγματική Ακρόπολη, την Αθήνα και το

τοπίο, που αποτέλεσαν κάποτε γι’ αυτόν αντικείμενο αμφιβολίας συνδέοντας την

εμπειρία του αυτή με την υική υπεροχή: «…Όταν όμως βρεθήκαμε πάνω στην

Ακρόπολη, η δυσπιστία όφειλε να πει: πράγματι δε θα μπορούσα

ποτέ να πιστέψω πως θα έστεργα να δω την Αθήνα με τα ίδια μου τα μάτια,

όπως αναμφίβολα συμβαίνει αυτή τη στιγμή!».

Μόνο νύξεις γίνονται εδώ για ένα θέμα, το οποίο συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με το

παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων και του χώρου, δηλαδή με την

αρχιτεκτονική.

Ο Le Corbusier στο Διεθνές Συνέδριο της Αρχιτεκτονικής το 1933 στην Αθήνα είχε

με τον ποιητικό του λόγο ορίσει την σχέση του με τον Παρθενώνα:

«Προσπάθησα να δράσω, να δημιουργήσω ένα έργο αρμονικό και

ανθρώπινο. Και το έκανα μ’ αυτή την Ακρόπολη στο βάθος του εγώ μου μέσα

στην κοιλιά μου… Η Ακρόπολη με έκανε επαναστάτη. Θυμήσου τον

Παρθενώνα, σαφή, καθαρό, έντονο, εγκρατή,

βίαιο… Δύναμη και καθαρότητα…».

Η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.