«Ποιες νέες προοπτικές και υποχρεώσεις δημιουργεί το γεγονός ότι μέχρι πριν

από λίγες δεκαετίες οι ελληνικές εκδόσεις για τις εικαστικές τέχνες ήταν

ελάχιστες, ενώ σήμερα μοιράζονται από εφημερίδες στα περίπτερα;» ήταν το

κεντρικό ερώτημα στις δύο ημέρες (4-5 Νοεμβρίου) που διήρκεσε το Συνέδριο

«Βιβλία Τέχνης στην Ελλάδα», οργανωμένο από το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης

Τέχνης, στη Θεσσαλονίκη. Πάνω από 30 οι εισηγητές, ανάμεσά τους έμπειροι

ερευνητές, έγκυροι συγγραφείς, καλλιτεχνικοί επιμελητές, κριτικοί, εκδότες και

δημοσιογράφοι, διερεύνησαν τις ενότητες: προοπτικές διακίνησης και αγορά,

εκδόσεις συλλογών, καταλόγων μουσείων και εκπαιδευτικών καλλιτεχνικών βιβλίων.

Η όλη εκδήλωση ήταν μεθοδικά προετοιμασμένη και άφησε τη βεβαιότητα ότι το

Μουσείο αυτό έχει αναλάβει υπεύθυνο επιτελικό ρόλο στα εικαστικά μας πράγματα,

και εξελίσσεται σε άξονα έρευνας και ευρύτερης παρέμβασης, πολύ περισσότερο

από το ομόλογο των Αθηνών – άλλωστε έχει και επιστημονικό προσωπικό (Γ.

Μπόλης, Σ. Τσάρα, Ε. Τσαντσάνογλου) που γνωρίζει το αντικείμενο και δουλεύει

με αφοσίωση και σεμνότητα. Μάθαμε ότι λειτουργεί ένα εκτεταμένο αρχείο Ελλήνων

καλλιτεχνών που διατίθεται και στους ερευνητές και μια διαδικτυακή τοποθεσία

με διαδραστικό περιεχόμενο που προεκτείνει τη βιβλιογραφική ενημέρωση.

Δεν ήταν συνέδριο ιστορίας της τέχνης ούτε μουσειολογίας ούτε

επικοινωνιολογίας, αλλά όλα αυτά μαζί. Στην ευστοχία του συνέτεινε ο

«εφαρμοσμένος» χαρακτήρας, δεν ακούστηκαν πολλές πολλές θεωρίες και φιλοσοφίες

όσο θέματα της εκδοτικής πρακτικής. Συνοψίζω:

Η «προίκα» του μεγάλου κοινού: πώς θα αξιοποιηθεί εφεξής η νέα εποχή

που δημιούργησε η προσφορά από εφημερίδες των βιβλίων τέχνης; Συγκριτικές

αναλύσεις (Ε. Ματθιόπουλος), υπολόγισαν ότι ένας μέσος όρος 20.000-40.000

αγοραστών-φιλότεχνων που διαμορφώθηκε, θα μπορούσε να γίνει ο μοχλός ανάπτυξης

της σχετικής βιβλιογραφίας στην Ελλάδα. Αλλά με ποια καινούργια βιβλία; Και με

ποιους συγγραφείς και επιμελητές εκδόσεων; Οι εκδόσεις με θέμα τους κορυφαίους

ζωγράφους εξαντλούνται σε λίγο, η επόμενη φάση ζητά ειδικούς στην ανάδειξη

θεμάτων και στο μεταδοτικό και ελεγμένο γράψιμο (Ν. Δασκαλοθανάσης) και δεν

υπάρχουν πολλοί. Οι ελληνικές εκδόσεις δεν ζητιούνται από ξένους εκδότες γι

αυτόν τον λόγο, μάθαμε από τον Μ. Παπαρούνη (Futura). Οι μεταφράσεις, πάντως,

ξένων όρων τέχνης και τα προβλήματα ορολογίας (Α. Παππάς) βρίσκονται σε

ωριμότητα, παρά τα ειδικά προβλήματα.

Η επικοινωνία και η προώθηση στο μεγάλο ή ειδικό κοινό αυτών των

εκδόσεων είχε επίσης εύστοχες εισηγήσεις (Ν. Ξυδάκης, Π. Κατημερτζή, Κ.

Ζαχαροπούλου, κ.ά.) και ιστορικές αναδρομές σε παλαιότερες δεκαετίες έγιναν

από τους Δ. Παυλόπουλο, την Α. Ραγιά (Μέλισσα), Ε. Οράτη, Θ. Πρεσβύτη

(Πέργαμος) κ.ά.

Η ομιλία του καθηγητή Α. Κωτίδη ήταν σχεδόν η μόνη που δεν είχε

πρακτικό όσο επιστημολογικό-σημειολογικό χαρακτήρα: «Πώς μπορεί η γραφή και η

εικόνα να αποτυπώσουν σε βιβλίο την πολλαπλότητα σημείων ενός σύγχρονου έργου

τέχνης, που έχει στα «υλικά» του περφόρμανς, βίντεο, πολλαπλά σημεία θέασης

κ.ο.κ.». Η απάντηση δεν μπορούσε να συζητηθεί στο πλαίσιο αυτού του συνεδρίου.

Είναι υπόθεση της «εικονικής πραγματικότητας», του λεγόμενου κυβερνοχώρου, όχι

των έντυπων εκδόσεων, πολλές από τις οποίες λειτουργούν ως «τηλεόραση από

χαρτί».

Υπάρχει και πρόβλημα έρευνας. Οι περισσότερες εποχές της τέχνης μας δεν

έχουν ακόμη βρει μελετητή-ερευνητή και πολλοί κορυφαίοι ζωγράφοι (Κ. Παρθένης,

Ν. Λύτρας και άλλοι πολλοί) δεν έχουν καταλογογραφημένα έργα! Στις μεγάλες

μουσειακές εκθέσεις, πρόθυμα πληρώνονται οι αρχιτέκτονες και οι μεταφορείς για

να έρθουν εδώ έτοιμες ξένες εκθέσεις, αλλά καθόλου οι ιστορικοί τέχνης που

ερευνούν αναδεικνύουν εκθεσιακά θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Η ανάγκη

εντυπωσιασμού εξαφανίζει σιγά σιγά τη δική μας άποψη για την τέχνη.

INFO

Βιβλία Τέχνης στην Ελλάδα. Συνέδριο οργανωμένο από το Κρατικό Μουσείο

Σύγχρονης Τέχνης – Θεσσαλονίκη, 4-5 /11