Προκαλεί εντύπωση η πρόσφατη δήλωση του υπουργού Δικαιοσύνης, ότι η μεταφορά

κρατουμένων στον ανακριτή με χειροπέδες είναι σύμφωνη με «κανόνες του

υπουργείου Δημόσιας Τάξης», οι οποίοι μάλιστα όχι απλώς επιτρέπουν, αλλά και

«επιβάλλουν» αυτή την αντιμετώπιση. Βλ. δηλώσεις της 20.9.2006, στην

ιστοσελίδα του υπουργείου.

Εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιοι είναι αυτοί οι κανόνες. Ο Κώδικας

Ποινικής Δικονομίας (άρθρ. 278 παρ. 2), ορίζει με απόλυτη σαφήνεια ότι οι

αστυνομικοί οφείλουν να συμπεριφέρονται με κάθε δυνατή ευγένεια σε

αυτόν που συλλαμβάνουν και να σέβονται την τιμή του, προσθέτοντας ότι

δεν πρέπει να χρησιμοποιούν βία παρά μόνον όταν υπάρχει ανάγκη και δεν

επιτρέπεται να τον δεσμεύουν παρά μόνο αν ο συλλαμβανόμενος αντιστέκεται ή

είναι ύποπτος φυγής. Το άρθρο 119. δ του προεδρ. διατάγματος 141/1991

εξάλλου, εξειδικεύει σε σημαντικό βαθμό την υπόνοια φυγής, ορίζοντας ότι

αυτή πρέπει να προκύπτει από την προηγούμενη διαγωγή του ατόμου, ενώ

ανάλογες διατάξεις περιλαμβάνει και ο νέος Κώδικας Δεοντολογίας των Αστυνόμων

(προεδρ. διάταγμα 254/2004, άρθρ. 3.α), που ορίζει ότι ο αστυνομικός μπορεί

να δεσμεύει τον συλληφθέντα μόνον όταν αντιδρά βίαια ή είναι ύποπτος

φυγής. Με βάση τις διατάξεις αυτές, το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας,

με εγκύκλιο του Ιουνίου του 2005, τονίζει ότι «το μέτρο της δέσμευσης πρέπει

να εφαρμόζεται μόνον εφόσον κρίνεται πράγματι αναγκαίο και η πιθανότητα της

απόδρασης δεν αντιμετωπίζεται με άλλο ηπιότερο μέσο (π.χ. αυξημένη

επιτήρηση)».

Το ερώτημα που δημιουργείται είναι λοιπόν αν εξακολουθούν να ισχύουν οι

κανόνες αυτοί ή αν έχουν καταργηθεί από κάποιους άλλους που δεν είναι γνωστοί,

αλλά που είναι προφανώς υπέρτερης ισχύος. Αν δεν έχουν καταργηθεί, τότε

ασφαλώς θα πρέπει να ερευνηθεί κατά πόσο οι συγκεκριμένοι άνθρωποι – αλλά και

όλοι όσοι προσάγονται σιδηροδέσμιοι στο δικαστήριο – είχαν αντιδράσει βίαια

στη σύλληψη ή αν υπήρχε πιθανότητα να δραπετεύσουν, οπότε και μόνο

δικαιολογείται η δέσμευσή τους με χειροπέδες κατά το ελληνικό δίκαιο. Βλ.

ανάλογες επισημάνσεις στο Πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη του Ιουνίου 2003

για τις νόμιμες προϋποθέσεις προσαγωγών και αστυνομικών ερευνών.

Άλλωστε το θέμα δεν αφορά μόνο το ελληνικό δίκαιο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κατ’ επανάληψη ασχοληθεί με τα θέματα αυτά και

έχει ειδικότερα δεχτεί ότι η δέσμευση του ατόμου με χειροπέδες μπορεί να

θεωρηθεί δικαιολογημένη μόνον όταν δεν περιλαμβάνει χρήση βίας ή δημόσια

έκθεση που υπερβαίνει το βαθμό ο οποίος θεωρείται εύλογα αναγκαίος με βάση τις

περιστάσεις, και ειδικότερα τις υπάρχουσες ενδείξεις ότι ο συλλαμβανόμενος θα

χρησιμοποιήσει βία ή θα προσπαθήσει να αποδράσει ή να καταστρέψει αποδεικτικά

στοιχεία.

Ερχόμαστε έτσι στο πιο σημαντικό ίσως στοιχείο της υπόθεσης: τη δημόσια

έκθεση. Στο δίκαιό μας απαγορεύεται, όπως είναι γνωστό, η μαγνητοσκόπηση ή

φωτογράφηση των προσώπων που οδηγούνται ενώπιον των δικαστικών, εισαγγελικών ή

αστυνομικών αρχών. Ενώ μάλιστα παλαιότερα η απαγόρευση εξαρτιόταν από τη

συναίνεση ή μη του προσαγομένου (άρθρο 35 παρ. 4 ν. 2172/1993), σύνδεση που

δημιουργούσε προβλήματα σχετικά με το αν υπήρχε ή όχι η συναίνεση σε κάθε

περίπτωση, ήδη από το 2002 η απαγόρευση είναι απόλυτη (άρθρο 8 ν. 3090/2002).

Σκοπός της ρύθμισης είναι η προστασία ενός ατόμου που τεκμαίρεται ακόμα αθώο,

αλλά και της οικογενείας του, από τον δημόσιο διασυρμό. Η Αστυνομία οφείλει

λοιπόν να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφεύγεται η

φωτογράφηση, η βιντεοσκόπηση και η προβολή στην τηλεόραση των προσώπων αυτών

την ώρα της προσαγωγής τους. Όπως μάλιστα τονίζει, ήδη από τον Σεπτέμβριο του

2002, με παραγγελία του προς την Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής ο

προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών κ. Σ. Μπάγιας, σε περίπτωση μη

εφαρμογής και εκτέλεσης των υποχρεώσεών τους, οι αστυνομικοί συνοδοί –

φρουροί καθώς και οι διοικητές τους, πέραν των πειθαρχικών τους

ευθυνών, πρέπει να ελέγχονται και ποινικά.

Αν αυτό είναι το νομικό πλαίσιο, τότε όσα συνέβησαν πριν από λίγες μέρες ήταν

παράνομα. Το ότι ενδεχομένως έχει διαμορφωθεί από το υπουργείο Δημόσιας Τάξης

μία πρακτική που παραβιάζει τον νόμο, σημαίνει απλώς ότι η συγκεκριμένη

πρακτική είναι επίσης παράνομη. Αν όμως είναι παράνομη, τότε ασφαλώς δεν

μπορεί να την επικαλείται ο υπουργός Δικαιοσύνης, που είναι ο

θεματοφύλακας της σωστής εφαρμογής του νόμου, επειδή συμβαίνει μερικές

φορές αυτή η πρακτική να χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση βραχυπρόθεσμων

πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Η Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου είναι καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ.