Έφτασε στη Βρετανία το 2001. Ονειρευόταν μια καλύτερη ζωή, μακριά από τους

διωγμούς που υφίσταντο στην πατρίδα του, την Αγκόλα. Πέντε χρόνια αργότερα

αυτοκτόνησε μέσα στο κέντρο κράτησης όπου «ζούσε», για να μπορέσει να μείνει

στη χώρα ο 13χρονος γιος του.

Μανουέλ Μπράβο. «Δεν έχω ζωή πια», έγραψε σε ένα σημείωμα. «Αντόνιο, δεν θέλω

να γυρίσεις στην Αγκόλα και να υποφέρεις»

Η ιστορία του Μανουέλ Μπράβο από την Αγκόλα έχει σοκάρει τη βρετανική κοινή

γνώμη, φέρνοντας στην επιφάνεια τον απάνθρωπο χαρακτήρα της πολιτικής που

θέλει τους πρόσφυγες, οι οποίοι βλέπουν τις αιτήσεις τους για άσυλο να

απορρίπτονται, να κλειδώνονται σε κέντρα κράτησης – με ό,τι αυτό σημαίνει για

την ψυχολογική τους κατάσταση.

Ο Μανουέλ έφτασε στη Βρετανία μαζί με τη σύζυγο του, Λίντις, και τους γιους

του Αντόνιο και Μέλιου το 2001. Είπε πως ο πατέρας του ήταν ηγέτης της

Δημοκρατικής Ένωσης Νέων (AJDB), οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1998 σε αμφισβήτηση

του καθεστώτος του προέδρου Ζοζέ Εντουάρντο ντος Σάντος. Είπε πως οι γονείς

του είχαν δολοφονηθεί και οι αδελφές του είχαν βιασθεί. Κατέθεσε αίτηση για

χορήγηση ασύλου.

Στο κέντρο κράτησης

Η αίτηση απορρίφθηκε. Στην έφεση, επικράτησε χάος. Ο δικηγόρος του δεν

εμφανίστηκε και ο Μανουέλ υποχρεώθηκε να εκπροσωπήσει ο ίδιος τον εαυτό του,

σε σπαστά αγγλικά. Του είπαν να περιμένει την απάντηση σε ένα μήνα. Πέρασε

ένας μήνας και τίποτα.

Στις 13 Σεπτεμβρίου ο Ντέιβ Μπέικερ, αξιωματούχος της υπηρεσίας μετανάστευσης

του Λιντς, τηλεφώνησε στη διεύθυνση κατοικίας που είχαν δηλώσει οι Μπράβο

προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ζούσαν εκεί. Προσφέρθηκε μάλιστα να τους βοηθήσει

με το ζήτημα της έφεσης. Την επομένη όμως, ο Μπέικερ επέστρεψε μαζί με πέντε

αστυνομικούς, που απέκλεισαν το διαμέρισμα. Ο Μανουέλ και ο 13χρονος γιος του

Αντόνιο μεταφέρθηκαν στο κέντρο κράτησης Γιαρλ’ς Γουντ, στο Μπέντφορντσαϊρ. Να

σημειωθεί πως στα πέντε χρόνια της λειτουργίας του, το κέντρο αυτό έχει γίνει

πολλές φορές πεδίο διαμαρτυριών και ταραχών, ακόμα και απεργιών πείνας,

εξαιτίας των άθλιων συνθηκών διαβίωσης.

Ο Μανουέλ και ο Αντόνιο κλήθηκαν να μοιραστούν το ίδιο δωμάτιο. Ύστερα από

δώδεκα ώρες – υπό το άγρυπνο βλέμμα της κάμερας ασφαλείας – ο πατέρας βγήκε

από το δωμάτιο και κρεμάστηκε στις σκάλες. Στα πράγματά του βρέθηκε ένα

σημείωμα που είχε δακτυλογραφήσει πέντε μήνες νωρίτερα: «Θέλω να πεθάνω ή να

αυτοκτονήσω γιατί δεν έχω καμία ελπίδα. Αν πεθάνω θα ήθελα ο γιος μου να

μείνει με την κυβέρνηση, τον NSPCC (Εθνικός Σύλλογος για την Πρόληψη της

Κακοποίησης Παιδιών) ή την πρόνοια, στη Βρετανία». Ο Μανουέλ όμως άφησε ακόμα

ένα σημείωμα, πιο πρόσφατο: «Δεν έχω ζωή πια. Θέλω ο γιος μου ο Αντόνιο να

μείνει στη Βρετανία να συνεχίσει τις σπουδές του. Αντόνιο, δεν θέλω να

γυρίσεις στην Αγκόλα και να υποφέρεις».

Με μια κουλούρα σκοινί

Κατά την έρευνα που ακολούθησε, αποκαλύφθηκε πως ο Μανουέλ έφτασε στο Γιαρλ’ς

Γουντ με μια κουλούρα σκοινί μέσα στην τσάντα του και ένα ιατρικό αρχείο που

έδειχνε ότι λάμβανε, με συνταγή γιατρού, αντικαταθλιπτικά επί μήνες. Είπε

στους υπευθύνους ότι το σκοινί ήταν για την προστασία του και αυτοί το πήραν,

δεν ενημέρωσαν όμως τη νοσοκόμα ούτε θεώρησαν τον Μανουέλ «ύποπτο» για

αυτοκτονία… «Να είσαι γενναίος. Να εργαστείς σκληρά. Να είσαι καλός

μαθητής». Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που είπε ο πατέρας στον γιο.

Ο 13χρονος Αντόνιο τοποθετήθηκε σε ανάδοχη οικογένεια στο Λιντς.