Η μινιμαλιστική αισθητική – μαύρο, άσπρο, γκρίζο, κόκκινο – και η σωματική

έκφραση – αναγνωρίσιμοι κώδικες του Τερζόπουλου – εντυπωσίασαν το κοινό του

«Οιδίποδα» που εγκαινίασε το ανακαινισμένο «Αλεξαντρίνσκι», το κρατικό θέατρο

της Αγίας Πετρούπολης (ένθετη φωτό)

Εκατό χρόνια μετά την πρώτη παράσταση του «Οιδίποδα», η τραγωδία του Σοφοκλή

παρουσιάστηκε και πάλι στο αυτοκρατορικό «Αλεξαντρίνσκι», στην ίδια μυθική για

τους Ρώσους μετάφραση, του Φ. Ζελίνσκι, αλλά με μια εντελώς καινούργια

αισθητική, που υπάκουε στους κώδικες και στη φόρμα του Θόδωρου Τερζόπουλου.

Ο σκηνοθέτης Βαλερί Φοκίν, καλλιτεχνικός διευθυντής του «Αλεξαντρίνσκι»,

αντιμετωπίζοντας με δέος ένα αβέβαιο μέλλον που κινδυνεύει από ρηχότητα και

μιμητισμό του χολιγουντιανού μοντέλου, κάλεσε τον Τερζόπουλο (θα ακολουθήσουν

οι σκηνοθέτες Φράνσις Λούπα, Αντρζέι Βάιντα και άλλοι) για να μπολιάσει το

ρεπερτόριο της τρέχουσας πενταετίας με παραστάσεις οι οποίες συνδέουν την

παράδοση με τη νεωτερικότητα.

Σε μια εποχή όπου η αίγλη του ρωσικού θεάτρου έχει υποχωρήσει δραματικά, τόσο

η ανακαίνιση του θεάτρου (χρηματοδοτήθηκε με 1,3 δισεκατομμύρια ρούβλια) όσο

και η αναζωπύρωση ενός σημαντικού ρεπερτορίου σηματοδοτούν τη νέα πολιτιστική

πολιτική. Το κτίριο διαθέτει δύο σκηνές, εργαστήρια, έχει 700 εργαζόμενους, 75

ηθοποιούς, έναν αξιοσημείωτο προϋπολογισμό (ετήσια επιχορήγηση τρία έως

τέσσερα εκατομμύρια ρούβλια, συν τις επιχορηγήσεις τραπεζών και επιχειρήσεων),

αλλά και ένα Μουσείο, το οποίο στην τελική του μορφή θα στεγάσει 280.000

κοστούμια και αντικείμενα από τις παραστάσεις των 275 χρόνων λειτουργίας του

θεάτρου.

Σε μια χώρα που ζει στο κομφούζιο ενός νεόκοπου καπιταλισμού, οι δυναμικές

παρεμβάσεις όπως αυτή στο «Αλεξαντρίνσκι» δεν περνούν απαρατήρητες. Ο ίδιος ο

Πούτιν ποντάρει πολλά ­ και επικοινωνιακά – στην ανάδειξη της Αγίας

Πετρούπολης ως πολιτιστικής κοσμούπολης. Μια πόλη που πλασάρει την εικόνα της

ευδαιμονίας και της οικονομικής ευρωστίας, αλλά υπακούει στο σύνδρομο των

καιρικών της μεταπτώσεων – πανάκριβη η διασκέδαση και η ψυχαγωγία, φθηνά τα

νοίκια και τα τρόφιμα στις αγορές. Πώς να μην αποδώσεις στην παραοικονομία τις

ακρότητες, όπου ένας χαμηλόμισθος πληρώνει τεράστιους λογαριασμούς (ένα

τρίλεπτο τηλεφωνικής επικοινωνίας κοστίζει εξαπλάσια από το αντίστοιχο

ελληνικό, η τιμή εισιτηρίου στην αστική συγκοινωνία είναι τετραπλάσια από την

αντίστοιχη ελληνική ή η τιμή εισιτηρίου σε κρατικό θέατρο τριπλάσια από το

Εθνικό).

Τα πέντε εκατομμύρια άνθρωποι που κατοικούν στην Αγία Πετρούπολη με τη

διατηρητέα ομορφιά των μπαρόκ και ροκοκό κτιρίων, μπορεί να καμαρώνουν για τη

μεγαλοπρέπεια της δαντελωτής, υγρής πόλης τους, αλλά ξεπατικώνουν πρόθυμα την

αισθητική της συνομήλικής της Νέας Υόρκης – και οι δύο πόλεις ιδρύθηκαν το

1700. Ένα μιμητικό λάιφ στάιλ, που προκαλεί απώθηση στους καλλιτέχνες με

όραμα, οι οποίοι επιχειρούν να επανασυνδέσουν τη ρωσική κουλτούρα με τη νέα

εποχή. Σ’ αυτούς ανήκει και ο Βαλερί Φοκίν, ο οποίος «εισπράττοντας» την

επιτυχία της πρεμιέρας φώναξε χαρούμενος στα ελληνικά «Νικήσαμε».

«Ύβρις φυτεύει τύραννο»

Στο κατάμεστο θέατρο 1.000 θέσεων, το ρυθμικό χειροκρότημα στο τέλος είχε τον

παλμό του κοινού που δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρόταση του Θόδωρου

Τερζόπουλου και των συνεργατών του: Γιώργος Πάτσας – σκηνικά και κοστούμια,

Τάκης Βελιανίτης – μουσική, Σάββας Στρούμπος – κίνηση – τρέινινγκ, Κώστας

Αρβανιτάκης – δραματουργικός σύμβουλος. Όταν η εμβληματική αυλαία από τη

«Μασκαράτα» – την τελευταία παράσταση του Μέγερχολντ, πριν από την Επανάσταση

– σηκώθηκε, κι ενώ το σκοτάδι στην τεράστια σκηνή (45Χ30Χ30μ.) προετοίμαζε την

τύφλωση του Οιδίποδα, η φράση που ακούστηκε στο πρωτότυπο – «Ύβρις φυτεύει

τύραννο» – διαπέρασε την ατμόσφαιρα. Ήδη είχε μοιραστεί φυλλάδιο με τις

μεταφράσεις στα ρωσικά των αρχαίων ελληνικών λέξεων και φράσεων, που είχε

κρατήσει διάσπαρτες στην παράσταση ο σκηνοθέτης. «Οι θεατές είδαν στον

«Οιδίποδα» μια φόρμα πολύ καινούργια. Αλλά για μένα είναι η κλασικοποίηση της

δουλειάς μου. Δοκίμασα την αντοχή της σε μια άλλη παράδοση», είπε ο Θόδωρος

Τερζόπουλος. «Ο πυρήνας του ψυχολογι-κού ρωσικού θεάτρου είναι τα χριστιανικά

δάκρυα των ενοχών. Ο Στανισλάφσκι έδωσε στο ρωσικό δράμα τη διάσταση του

ρωσικού πάθους. Προσπάθησα να συναντήσω με τους δικούς μου κώδικες το ρωσικό

πάθος μέσα από τον Ντοστογιέφσκι, χωρίς να χαθεί η ρωσική παράδοση. Στον

Ντοστογιέφσκι υπάρχει η μοίρα – όσο κι αν υπερβείς το μέτρο, τον κανόνα, για

να φθάσεις στη θέωση, θα υποκύψεις στη μοίρα. Ο Ντοστογιέφσκι είναι πολύ κοντά

στην υποταγή, αλλά συγκρατεί τα δάκρυα, που στο ψυχολογικό δράμα δεν συγκρατούνται».