Πολλές ενδείξεις που φανερώνουν την ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων μεταξύ

Συρίας και ΗΠΑ προσφέρει η χθεσινή αποτυχημένη τρομοκρατική επίθεση ένοπλων

ισλαμιστών, εναντίον της αμερικανικής πρεσβείας στη Δαμασκό. Τόσο η επιτυχής

αντίδραση των δυνάμεων ασφαλείας της Συρίας όσο και η «ευγνωμοσύνη» που οι ΗΠΑ

έσπευσαν επισήμως να εκφράσουν προς το καθεστώς Άσαντ, φανερώνουν αναθέρμανση

των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, η οποία άρχισε κατά τη διάρκεια του πολέμου

στον Λίβανο.

Εκσφενδονίζοντας χειροβομβίδες εναντίον της πρεσβείας και των φρουρών της, και

κραυγάζοντας «ο Θεός είναι μεγάλος» και άλλα ισλαμικά συνθήματα, τέσσερις

ένοπλοι προσπάθησαν χθες να εισβάλουν και να ανατινάξουν την αμερικανική

πρεσβεία στη Δαμασκό. Όμως, ένα από τα δύο παγιδευμένα με εκρηκτικά αυτοκίνητα

που ήταν σταθμευμένα έξω από την πρεσβεία δεν εξερράγη και Σύροι άνδρες των

δυνάμεων ασφαλείας σκότωσαν τους τρεις ενόπλους κατά την ανταλλαγή

πυροβολισμών που ακολούθησε, ενώ τραυμάτισαν τον τέταρτο, τον οποίο και

συνέλαβαν. Ένα μέλος των συριακών αντιτρομοκρατικών δυνάμεων σκοτώθηκε, ενώ

τραυματίστηκαν 14 άνθρωποι – μεταξύ των οποίων ένας Κινέζος διπλωμάτης, ο

οποίος τραυματίστηκε ελαφρά από αδέσποτη σφαίρα.

Η επίθεση, που έγινε σε μια από τις πιο καλά φυλασσόμενες περιοχές στη

Δαμασκό, είναι η πρώτη τέτοιας κλίμακας που πραγματοποιείται εναντίον

πρεσβείας στη Δαμασκό. Δεν θεωρείται τυχαίο πως πραγματοποιήθηκε μία ημέρα

μετά την επέτειο των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, ενώ και οι

συριακές αρχές έκαναν λόγο για «τρομοκρατική επιχείρηση». Ωστόσο, σύμφωνα με

τις πρώτες εκτιμήσεις, η απόπειρα δεν φαίνεται να έχει τα χαρακτηριστικά των

επιθέσεων της Αλ Κάιντα.

Παρακλάδι της Αλ Κάιντα

Ο Πάτρικ Κόκμπερν, ανταποκριτής της «Ιντιπέντεντ» στο Αμμάν, σημειώνει ότι οι

συριακές αρχές υποπτεύονται μια ακραία ισλαμική οργάνωση, παρακλάδι της Αλ

Κάιντα, ονόματι Τζουντ αλ Σαμ, η οποία έχει κατηγορηθεί για αρκετές επιθέσεις

στη Συρία τα τελευταία χρόνια. Τονίζει δε πως η πραγματοποίηση της επίθεσης

είναι ένα ακόμα δείγμα της κλιμακούμενης έντασης σε όλη τη Μέση Ανατολή,

εξαιτίας των πολέμων σε Ιράκ, Αφγανιστάν και Λίβανο και τους πολλούς νεκρούς

στη Γάζα. Και καταλήγει πως παρ’ ότι η επίθεση ήταν ερασιτεχνική και απέτυχε,

ωστόσο θα χρησιμοποιηθεί από τον Λευκό Οίκο για να δείξει ότι η Αμερική

βρίσκεται υπό απειλή και πως κάθε δείγμα αντιαμερικανισμού φανερώνει τον

επικίνδυνο χαρακτήρα της ευρείας συνωμοσίας εναντίον των ΗΠΑ…

Η Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις έσπευσε πάντως να εκφράσει

την «ευγνωμοσύνη» της προς τη Συρία (την οποία ο Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ

Μπους έχει συμπεριλάβει στον περίφημο «άξονα του κακού») για την αποτροπή της

επίθεσης, ενώ απέφυγε να κάνει οποιαδήποτε εκτίμηση για το κατά πόσον η

επίθεση αποτελεί ένδειξη ότι το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ – που διαφυλάσσει

τον κοσμικό χαρακτήρα της Συρίας – χάνει τον έλεγχο στο εσωτερικό της χώρας

από τους φανατικούς ισλαμιστές. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν λίγο αργότερα

και οι δηλώσεις του εκπροσώπου του Λευκού Οίκου Τόνι Σνόου, ο οποίος πρόσθεσε

πως οι ΗΠΑ «ελπίζουν» ότι οι Σύροι «θα γίνουν σύμμαχοί μας και θα επιλέξουν να

ενταχθούν στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας».

Οξυμμένες σχέσεις

Αξίζει να σημειωθεί πως οι σχέσεις ΗΠΑ – Συρίας ήταν οξυμμένες εδώ και πολλά

χρόνια, κυρίως για τον ρόλο της Συρίας στον Λίβανο (με αποκορύφωμα τον

Φεβρουάριο του 2005, όταν οι ΗΠΑ ανακάλεσαν τον πρεσβευτή τους από τη Δαμασκό,

διαμαρτυρόμενες για τη δολοφονία του Λιβανέζου πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ αλ

Χαρίρι στην Βηρυτό), τη στάση της Δαμασκού αναφορικά με τη διαμάχη στη Μέση

Ανατολή και το Ιράκ, και τις στενές της σχέσεις με το Ιράν, με το οποίο, όπως

την κατηγορούν οι ΗΠΑ, ενισχύουν τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς, τις οποίες η

Ουάσιγκτον έχει χαρακτηρίσει «τρομοκρατικές οργανώσεις». Η Συρία αρνείται τις

εις βάρος της κατηγορίες, τονίζοντας πως η εντεινόμενη ένοπλη δράση στην οποία

καταφεύγουν ολοένα και περισσότεροι ισλαμιστές, οφείλεται στην αμερικανική

πολιτική στη Μέση Ανατολή.

Κατά τη διάρκεια του πρόσφατου πολέμου στον Λίβανο, όπου αιφνιδίασε τους

πάντες με την ισχύ που έδειξε η Χεζμπολάχ, τόσο η Ουάσιγκτον όσο και το Ισραήλ

έκαναν «άνοιγμα» προς την κυβέρνηση μπααθιστών (σουνίτες), προσπαθώντας να την

προσελκύσουν προς τη Δύση και να την απομακρύνουν από την Τεχεράνη. Άγνωστο

παραμένει εάν αυτό θα επιτευχθεί, καθώς, λόγω της αποτυχίας του Ισραήλ να

νικήσει τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο, οι αμερικανικές πιέσεις προς τη Συρία είναι

πολύ εξασθενημένες.