Ο κρυφός φόρος που πληρώνουν οι φορολογούμενοι από την αύξηση, την τελευταία

διετία, των εσόδων του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας των πετρελαιοειδών και του

Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης καυσίμων, αν και χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση

για το κλείσιμο της μαύρης τρύπας τού προϋπολογισμού, βαφτίζεται από

κυβερνητικά χείλη «απώλεια εσόδων», με τον αβάσιμο – όπως δείχνουν τα στοιχεία

– ισχυρισμό ότι η άνοδος των διεθνών τιμών του πετρελαίου αυξάνει τις δημόσιες

δαπάνες περισσότερο απ’ όσο αυξάνει τα δημόσια έσοδα.

Τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» από την πορεία των δημόσιων

εσόδων τη διετία 2005-2006, είναι αποκαλυπτικά για το «χαράτσι» που πληρώνουν

οι φορολογούμενοι, μεταξύ των οποίων και οι χαμηλόμισθοι και

χαμηλοσυνταξιούχοι.

Το 2005

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία από την πορεία εκτέλεσης του σκέλους των

εσόδων του προϋπολογισμού, προκύπτει ότι στο σύνολο του 2005, τα έσοδα από τον

ΦΠΑ πετρελαιοειδών – είναι ο φόρος που επιβάλλεται στο τελωνείο επί της

χονδρικής τιμής κατά την εισαγωγή του καυσίμου – διαμορφώθηκαν με βάση τις

τελικές πραγματοποιήσεις στα 1.480 εκατομμύρια ευρώ, παρουσιάζοντας εκρηκτική

αύξηση 30% (επιπλέον 339 εκατ. ευρώ) σε σχέση με τα αντίστοιχα έσοδα του 2004

(1.141 εκατ. ευρώ).

Ενδεικτικό των επιπλέον «καθαρών» εσόδων που εισέρευσαν στο δημόσιο ταμείο το

2005 είναι ότι με την κατάθεση του προϋπολογισμού του 2005, το οικονομικό

επιτελείο είχε προβλέψει αύξηση των εσόδων του από τον ΦΠΑ πετρελαιοειδών μόνο

κατά 1,6% – προφανώς επειδή δεν είχε προβλέψει την κούρσα των διεθνών τιμών

του πετρελαίου. Μάλιστα, η τελική «συγκομιδή» εις βάρος των φορολογουμένων

είναι υψηλότερη ακόμη και από τις εκτιμήσεις που είχε κάνει η κυβέρνηση τον

περασμένο Νοέμβριο, όταν κατέθεσε τον προϋπολογισμό του 2006. Τότε είχε

προβλέψει ότι τα έσοδα από τον συγκεκριμένο φόρο θα αυξάνονταν κατά 24,6%, ενώ

τελικά αυξήθηκαν κατά 30%.

Το 2006

Αντίστοιχα για το 2006, το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών έχει προβλέψει

ότι τα έσοδα από τον ΦΠΑ πετρελαιοειδών θα αυξηθούν μόλις κατά 12,5%, όμως και

φέτος, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες από το υπουργείο Οικονομίας και

Οικονομικών, τα συγκεκριμένα έσοδα – λόγω της αύξησης των διεθνών τιμών του

πετρελαίου που διαμορφώνουν ουσιαστικά τη βάση επιβολής του ΦΠΑ – «τρέχουν»

στο πρώτο επτάμηνο με ρυθμό αύξησης μεταξύ 30% και 35%.

Με άλλα λόγια, ενώ το οικονομικό επιτελείο έχει εγγράψει στον φετινό

προϋπολογισμό έσοδα 1.600 εκατ. ευρώ, αναμένεται – με βάση τους ρυθμούς

αύξησης του πρώτου επταμήνου – να εισπράξει τελικά τουλάχιστον 1.924 εκατ.

ευρώ (αύξηση 444 εκατ. ευρώ το 2006, ή 30% σε σχέση με τα 1.480 εκατ. ευρώ που

εισπράχθηκαν πέρυσι). Τα επιπλέον έσοδα προκύπτουν και από έναν άλλο

υπολογισμό. Ο προϋπολογισμός συντάχθηκε με την υπόθεση ότι η μέση τιμή του

πετρελαίου στις διεθνείς αγορές θα ήταν φέτος 61 δολάρια ανά βαρέλι. Ωστόσο, η

τιμή του αργού πετρελαίου κινείται ουσιαστικά όλο το έτος πάνω από τα 70

δολάρια, ενώ προσέγγισε πρόσφατα ακόμη και τα 80 δολάρια ανά βαρέλι.

Ο φανερός φόρος

Και η επιβάρυνση των φορολογουμένων από τα καύσιμα δεν εξαντλείται στον

«κρυφό» φόρο της αύξησης του ΦΠΑ των πετρελαιοειδών. Υπάρχει και ο φανερός

φόρος της αύξησης του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης καυσίμων που επέβαλε η

κυβέρνηση από την 1η Ιουλίου. Πρόκειται για φόρο που δεν είναι αναλογικός,

αλλά επιβάλλεται συγκεκριμένο ποσό ανά λίτρο, ανεξάρτητα από την πορεία των

διεθνών τιμών του πετρελαίου. Για παράδειγμα, στην απλή αμόλυβδη βενζίνη (κάτω

των 96,5 οκτανίων) είναι 313 ευρώ ανά χιλιόλιτρο. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις

της ίδιας της κυβέρνησης, η αύξηση κατά 5,7% του ΕΦΚ καυσίμων από τον

περασμένο Ιούλιο θα φέρει φέτος στο δημόσιο ταμείο επιπλέον έσοδα περίπου 115

εκατομμυρίων ευρώ. Αν σε αυτά προστεθούν και οι αυξήσεις του ΦΠΑ

πετρελαιοειδών, κατά 339 εκατ. ευρώ το 2005 και 444 εκατ. ευρώ το 2006,

φθάνουμε στο ποσό των 898 εκατ. ευρώ επιπλέον εσόδων από τα καύσιμα στη διετία

2005-2006.

Και το «κουστούμι» για τους καταναλωτές δεν τελειώνει εδώ. Λόγω της αύξησης

της λιανικής τιμής της βενζίνης, αυξάνονται και τα έσοδα από τον ΦΠΑ που

αποδίδουν οι βενζινοπώλες στο Δημόσιο. Πρόκειται για τον ΦΠΑ που επιβάλλεται

στο περιθώριο κέρδους τους και υπολογίζεται ότι τη διετία 2005-2006, λόγω της

αύξησης της λιανικής τιμής της βενζίνης που προκάλεσε η άνοδος των διεθνών

τιμών του πετρελαίου, θα εισφέρει επιπλέον έσοδα τουλάχιστον 50 εκατ. ευρώ.

Έτσι, το συνολικό κόστος για τους φορολογουμένους – και όφελος για τον κρατικό

κορβανά – φθάνει τουλάχιστον τα 950 εκατ. ευρώ στη διετία 2005-2006.

Τη «μισή αλήθεια» λέει η κυβέρνηση

Τα κυβερνητικά στελέχη υποστηρίζουν ότι η αύξηση των διεθνών τιμών του

πετρελαίου προκαλεί επιβάρυνση για τον προϋπολογισμό λόγω της αύξησης του

κόστους των καυσίμων για το Δημόσιο (κρατικά οχήματα, νοσοκομεία, δημόσιες

υπηρεσίες κ.λπ.). Μάλιστα, έχουν υπάρξει και δηλώσεις μελών του οικονομικού

επιτελείου, ότι για κάθε 10% αύξηση στην τιμή των καυσίμων, ο προϋπολογισμός

επιβαρύνεται με 15 εκατ. ευρώ. Αποσιωπάται, ωστόσο, και η θετική επίπτωση στον

προϋπολογισμό.

Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες από το υπουργείο Οικονομικών, για κάθε αύξηση

10% στις τιμές των καυσίμων, ο προϋπολογισμός «κερδίζει» περίπου 150 εκατ.

ευρώ. Μάλιστα, άνευ ουσίας είναι και οι κυβερνητικές δικαιολογίες περί μείωσης

της κατανάλωσης καυσίμων λόγω της αύξησης της τιμής, η οποία μειώνει τα

δημόσια έσοδα. Ο ΕΦΚ καυσίμων που επιβάλλεται ανά χιλιόλιτρο (δηλαδή ανά

ποσότητα) καυσίμων αυξήθηκε το 2005 και ακολουθεί αυξητική πορεία και φέτος.

Το «όχι» στο επίδομα

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ίδιου του υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών κ.

Π. Δούκα, η καταβολή επιδόματος θέρμανσης στους χαμηλόμισθους και τους

χαμηλοσυνταξιούχους θα κόστιζε περίπου 300 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, η κυβέρνηση

τους γυρίζει την πλάτη, με αποτέλεσμα τον ερχόμενο Νοέμβριο να κληθούν να

βάλουν πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.