Παρακολουθώντας κανείς τη δημόσια συζήτηση που πραγματοποιείται στη χώρα μας

το τελευταίο διάστημα για το μέλλον και τις προοπτικές του δημόσιου

πανεπιστημίου, με αφορμή τις κινητοποιήσεις των φοιτητών και των καθηγητών,

διαπιστώνει ότι από τα κεντρικά θέματα αυτής της συζήτησης είναι η σχέση των

πτυχίων με την αγορά εργασίας, η ανεργία των πτυχιούχων και η περιορισμένη

διασύνδεση των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις.

Βέβαια, η άποψη αυτή που υποστηρίζει τη σύζευξη των πανεπιστημίων με τις

βραχυχρόνιες ανάγκες της αγοράς εργασίας, την οποία σε θεωρητικό επίπεδο

συναντάμε στη νεοκλασική αντίληψη των οικονομικών της εργασίας, θεωρεί

εσφαλμένα, κατά την άποψή μας, ότι το πρόβλημα της διασύνδεσης των

πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας επικεντρώνεται στην πλευρά της προσφοράς

εργασίας (πτυχιούχους) και όχι στην πλευρά της ζήτησης εργασίας

(επιχειρήσεις).

Από την άποψη αυτή αναδεικνύεται η αναγκαιότητα αλλαγής προσανατολισμού του

πανεπιστημίου προς την κατεύθυνση παροχής επαγγελματικής εκπαίδευσης και

εξειδίκευσης προκειμένου να επιτευχθεί, όπως υποστηρίζεται, η άμεση σύνδεση με

τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και των επιχειρήσεων.

Όμως, είναι σαφές ότι ο προσανατολισμός αυτός υποβαθμίζει τον χαρακτήρα, το

περιεχόμενο και την ποιότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με την

εγκαθίδρυση της σχέσης «πανεπιστήμιο – αγορά». Αντίθετα, θεωρούμε ότι το

σύγχρονο δημόσιο πανεπιστήμιο και η πανεπιστημιακή κοινότητα έχει ακαδημαϊκό

και ερευνητικό καθήκον να αξιοποιήσει τις εξελίξεις της τεχνολογίας και της

έρευνας στην κατεύθυνση αναβάθμισης της ποιότητας των σπουδών και της γνώσης,

η οποία θα συμβάλει αντικειμενικά στην ενδυνάμωση της σχέσης «πανεπιστήμιο –

οικονομία – κοινωνία».

Αυτός ακριβώς είναι ο πυρήνας των ουσιαστικών διαφορών της πανεπιστημιακής

κοινότητας και του υπουργείου Παιδείας. Πράγματι, οι καθηγητές και οι φοιτητές

αρνούνται τη μετεξέλιξη του πανεπιστημίου από χώρο παραγωγής έρευνας, γνώσης,

μεθόδων και κριτικής σκέψης σε χώρο παροχής επαγγελματικών δεξιοτήτων και

εξειδικεύσεων. Είναι ενδιαφέρον να τονισθεί ότι στο εν λόγω θέμα η ακαδημαϊκή

συζήτηση που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια σε ΗΠΑ και σε Ευρώπη καταλήγει στο

συμπέρασμα ότι στο πλαίσιο της ταχείας αλλαγής των ειδικοτήτων και των

επαγγελμάτων στο μέλλον, λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων παραγωγής, τα

προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων δεν απαιτείται να ακολουθούν τις

εξελίξεις των επαγγελματικών εξειδικεύσεων αλλά αντίθετα απαιτείται τα

πανεπιστήμια να δημιουργήσουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις (ακαδημαϊκές,

ερευνητικές, υλικοτεχνικές, χρηματοδοτικές, οργανωτικο-λειτουργικές)

αναβάθμισης της έρευνας, της γνώσης και των μεθόδων, οι οποίες θα επιτρέπουν

στον πτυχιούχο να ανταποκρίνεται ουσιαστικά και γνωσιολογικά στη δυναμική των

αναγκών της οικονομίας και της αγοράς εργασίας.

Όμως, ακόμη και σε εμπειρικό επίπεδο στην Ελλάδα – οι πιέσεις της αγοράς

εργασίας που έχουν εμφανισθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 –

αποδεικνύεται από τη σύγχρονη έρευνα ότι την «ευθύνη» στο πεδίο της σύζευξης

της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και της

αγοράς εργασίας έχει η περιορισμένη ικανότητα του διπολικού παραγωγικού

συστήματος (λίγες μεγάλες επιχειρήσεις και πολυάριθμες μικρές επιχειρήσεις) να

αυξάνει τις θέσεις εργασίας και μάλιστα υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου.

Πράγματι, η έρευνα (INE/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2003) έχει αποδείξει ότι η επενδυτική

(δημόσια και ιδιωτική) δραστηριότητα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει

δημιουργήσει κυρίως θέσεις εργασίας μέσου εκπαιδευτικού επιπέδου. Έτσι, ο

διπολισμός του παραγωγικού συστήματος στην Ελλάδα επεκτείνεται και στην αγορά

εργασίας, η οποία ζητά κυρίως μεσαίου εκπαιδευτικού και τεχνικού επιπέδου

γνώσεις και ικανότητες.

Στην Ελλάδα σήμερα στους τέσσερις ανέργους ο ένας είναι πτυχιούχος

τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ο άλλος είναι απόφοιτος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και

οι δύο είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς τεχνικές γνώσεις και

ικανότητες. Ο ένας μάλιστα άνεργος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προέρχεται,

κατά κύριο λόγο, από τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, ως απόρροια

των δημοσιονομικών περιορισμών των τελευταίων ετών που οδήγησαν σε

περιορισμένες προσλήψεις πτυχιούχων στη δημόσια αγορά εργασίας.

Έτσι, με βάση τα δεδομένα αυτά που έχουν διαμορφωθεί στην ελληνική οικονομία

τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αποδεικνύεται ότι το πρόβλημα της σχέσης

προσφοράς και ζήτησης εργασίας εστιάζεται κυρίως στην πλευρά της ζήτησης

εργασίας (επιχειρήσεις). Επίσης αποδεικνύεται ότι το πρόβλημα της σύζευξης

εκπαιδευτικού συστήματος και αναγκών της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς

εργασίας εστιάζεται ιδιαίτερα στους αποφοίτους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Κατά συνέπεια, με βάση τα δεδομένα αυτά της ελληνικής οικονομίας και της

αγοράς εργασίας διερωτάται κανείς σε ποια βάση δεδομένων και αναγκών στο παρόν

και στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας βασίζεται η

υποστηριζόμενη αναγκαιότητα αναπροσανατολισμού του πανεπιστημίου προς την

κατεύθυνση του «επαγγελματικού σχολείου» τη στιγμή που τα τελευταία χρόνια η

εκδηλούμενη ζήτηση εργασίας πτυχιούχων στην Ελλάδα έχει ικανοποιηθεί.

Αντίθετα, σε αρκετές περιπτώσεις δεν ικανοποιείται η ποιότητα της προσφοράς

εργασίας λόγω του μέσου εκπαιδευτικού επιπέδου των νέων θέσεων εργασίας.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και

επιστημονικός διευθυντής του INE/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.