Τα Πανεπιστήμια βρέθηκαν και πάλι στο προσκήνιο: υποσχέσεις και απειλές

μεταρρύθμισης, διάλογος κωφών, συλλαλητήρια και καταλήψεις. Και όλα αυτά δεν

είναι παρά ένα ακόμη σύμπτωμα της παθογένειας του πολιτικού μας συστήματος,

αλλά και μιας κοινωνίας που αντιστέκεται, χωρίς να είναι πάντοτε ξεκάθαρο σε

τι. Μερικοί θα το έλεγαν απλώς αδράνεια.

H γενικότερη κατάσταση στα ελληνικά Πανεπιστήμια είναι θλιβερή. Το γνωρίζουν

πολύ καλά όσοι δεν φοράνε παρωπίδες και όσοι περνούν τα σύνορα και συγκρίνουν.

Έλλειψη χρημάτων και κακοπληρωμένο προσωπικό (τουλάχιστον όσοι δουλεύουν

σοβαρά, γιατί οι υπόλοιποι καλά πληρώνονται για τα λίγα που προσφέρουν), κακές

υποδομές, τριτοκοσμική οργάνωση, απουσία κινήτρων καθώς και κυρώσεων. Κατ’

εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του ελληνικού κράτους είναι δηλαδή τα Πανεπιστήμια

της χώρας. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;

H ποιότητα θυσιάζεται συστηματικά στον βωμό της ποσότητας. Μερικοί το

ονομάζουν αυτό δημοκρατία. Καινούργια Τμήματα και Πανεπιστήμια δημιουργούνται

συνεχώς, χωρίς να γνωρίζει κανένας σε τι αποσκοπούν εκτός από το να

ικανοποιούν τις άμεσες ψηφοθηρικές ανάγκες των πολιτικών μας που έτσι

δημιουργούν νέα κέντρα παραγωγής πτυχιούχων (και συχνά αμόρφωτων) ανέργων.

Το σύστημα λειτουργίας των Πανεπιστημίων δεν είναι μόνον ανορθολογικό, είναι

και φαύλο. Σε μερικές από τις Σχολές πρώτης προτίμησης, αυτοί που μπαίνουν

κανονικά από την πόρτα είναι συχνά λιγότεροι από τους άλλους που πηδάνε από τα

παράθυρα – και είναι πολλά αυτά, αρκεί να έχεις το μέσον για να τα βρεις

ανοικτά. Ο τρόπος που εκλέγονται οι διοικητικές αρχές των Πανεπιστημίων –

ελληνική ευρεσιτεχνία και αυτή – προσφέρει έδαφος πρόσφορο για συναλλαγή

μεταξύ των διδασκόντων που επιζητούν αξιώματα και των συνδικαλιστών φοιτητών.

Και αυτή η συναλλαγή έχει πολλά παρεπόμενα.

Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, οι φοιτητές αγωνιούν για το μέλλον και τη

δυνατότητά τους να εξαργυρώσουν το πτυχίο με μια αξιοπρεπή θέση εργασίας. Γι’

αυτό, ολοένα και περισσότεροι στρέφονται και πάλι προς το Δημόσιο. Και

ταυτόχρονα μαθαίνουν στην πράξη ότι η κομματική εύνοια προσφέρει συνήθως

ισχυρότερα εφόδια για την οικονομική και επαγγελματική καταξίωση από την

ουσιαστική μάθηση, εκτός για τους λίγους πολύ καλούς που δύσκολα χάνονται,

ακόμη και στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια, αυτοί συνήθως φεύγουν έξω.

Οι κανόνες, όταν υπάρχουν, είναι χαλαροί και εύκαμπτοι. Οι θεσμοί αδύναμοι,

ενώ λίγοι εμπιστεύονται ακόμη λιγότερους. Ο πανεπιστημιακός χώρος κυριαρχείται

και εκφράζεται θεσμικά από οργανωμένες μειοψηφίες. Αυτές εννοούν τα κανάλια

και οι εφημερίδες όταν αναφέρονται σε φοιτητές και καθηγητές. Σε αυτές τις

μειοψηφίες, που λειτουργούν ως παραδοσιακές συντεχνίες, ένα σημαντικό ποσοστό

αυτών που τις απαρτίζει δεν έχει καμιά ουσιαστική σχέση με το Πανεπιστήμιο: οι

λεγόμενοι φοιτητές δεν σπουδάζουν και οι καθηγητές δεν θεραπεύουν την επιστήμη

τους. Αυτό εξηγεί και τις απίθανες θέσεις ή αιτήματα που συχνά προβάλλουν οι

συνδικαλιστικές οργανώσεις των μεν και των δε. Άκρα συντήρηση με αριστερό

περίβλημα. Κάπως έτσι δεν λειτουργεί σήμερα στην Ελλάδα ένα μεγάλο μέρος τής

πάλαι ποτέ ριζοσπαστικής Αριστεράς; Αν μεταφράζαμε μερικές από τις πρόσφατες

δηλώσεις των συνδικαλιστών φοιτητών και καθηγητών, θα απορούσαν οι εταίροι μας

(άραγε μόνον αυτοί;) τι κάνουμε εμείς στην Ευρώπη. Και όλα αυτά αναπαράγονται

με στόμφο και μεγεθύνονται από ένα μεγάλο μέρος των μέσων μαζικής ενημέρωσης

που αναζητούν ηχηρά επεισόδια για να διανθίσουν μια πεζή καθημερινότητα.

Υπάρχουν βεβαίως και οι άλλες, πολύ μικρότερες μειοψηφίες, που προσπαθούν

απλώς να επιβάλουν την άποψή τους και συχνά το πετυχαίνουν, εφαρμόζοντας τον

λεγόμενο τσαμπουκά στην ελληνική του εκδοχή. Οι υπόλοιποι παρακολουθούν

συνήθως ανήμποροι παίρνοντας στην πράξη μαθήματα νεοελληνικής δημοκρατίας.

Αυτά τα μαθήματα δύσκολα τα ξεχνούν στην πορεία. Τους τα υπενθυμίζει, άλλωστε,

με τρόπο ανελέητο η καθημερινή πραγματικότητα.

Και όμως, παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν στα ελληνικά Πανεπιστήμια νησίδες ποιότητας

με διεθνή αναγνώριση, ολόκληρα Τμήματα ή άτομα, που παράγουν αξιόλογο έργο. Το

σύστημα δεν τους ενθαρρύνει, το αντίθετο μάλιστα. Τουλάχιστον, τα σύνορα δεν

είναι πλέον κλειστά και οι τρόποι επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο πολύ πιο

εύκολοι.

H κατάσταση στα ελληνικά Πανεπιστήμια έχει φτάσει στο απροχώρητο και δεν

υπάρχουν πλέον περιθώρια για λαϊκισμούς. Αυτό θα πρέπει να το

συνειδητοποιήσουν επιτέλους τουλάχιστον τα δύο μεγάλα κόμματα της χώρας. Και

να σκεφθούν επίσης σοβαρά αν θα μπορέσουν να κυβερνήσουν αύριο με τα στελέχη

που διαμορφώνουν τα ίδια σήμερα στον πανεπιστημιακό χώρο. Αν η εξουσία πολλές

φορές διαφθείρει, η μεγάλη απόσταση από αυτήν μπορεί να οδηγεί σε πλήρη

ανευθυνότητα. Μήπως αυτό ισχύει για τους υπόλοιπους;

Ο μύθος εξελίσσεται σε τραγωδία. Με τέτοια Πανεπιστήμια δεν έχει μέλλον η

χώρα. H απαξίωσή τους πλήττει άμεσα τους πολλούς. Οι λίγοι – αλλά ολοένα και

περισσότεροι – θα συνεχίσουν να στέλνουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό. Το

βασικό ερώτημα δεν είναι αν θα δημιουργηθούν ιδιωτικά Πανεπιστήμια στο μέλλον.

Είναι αν θα αλλάξουν τα υφιστάμενα δημόσια Πανεπιστήμια ώστε να μπορέσουν να

προσφέρουν κάποτε παιδεία ποιότητας. Και με αυτόν τον στόχο θα πρέπει να

κινητοποιηθεί η πανεπιστημιακή κοινότητα στο σύνολό της και όχι απλώς οι

οργανωμένες συντεχνίες. Δεν είναι όλα ευθύνη του κράτους και των πολιτικών.

Ο Λουκάς Τσούκαλης είναι καθηγητής Πανεπιστημίου και πρόεδρος του

ΕΛΙΑΜΕΠ