«Φωτιά» παίρνουν οι επενδύσεις στην ενέργεια. Μετά τον ηλεκτρισμό, το φυσικό

αέριο και τα αιολικά πάρκα, το ενδιαφέρον ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων

στον χώρο της ενέργειας αλλά και των κατασκευών στρέφεται στους σταθμούς

φωτοβολταϊκών συστημάτων, τα οποία μετατρέπουν την ηλιακή ενέργεια σε

ηλεκτρική.

Το ενδιαφέρον για επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα έχει αυξηθεί το τελευταίο

διάστημα και εκδηλώνεται με μια σειρά κινήσεων. H ισπανική Iberdrola, από τους

κορυφαίους ομίλους ενέργειας διεθνώς, υπέβαλε πρόσφατα αίτηση στη Ρυθμιστική

Αρχή Ενέργειας για άδειες φωτοβολταϊκών συστημάτων, συνολικής ισχύος 10 MW. Ο

γαλλικός κολοσσός της EDF έχει επίσης υποβάλει αιτήσεις για την κατασκευή στην

Ελλάδα φωτοβολταϊκών συστημάτων, ενώ το έντονο ενδιαφέρον τους για την

ελληνική αγορά δεν κρύβουν όλοι οι κορυφαίοι στον κόσμο κατασκευαστές

ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού τέτοιων έργων, όπως οι γερμανικές Conergy και

Schueko και οι βρετανικές Sharp και ΒΡ Solar. Συνολικά, η ελληνική αγορά

φωτοβολταϊκών συστημάτων εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει το αμέσως επόμενο

διάστημα επενδύσεις άνω του ενός δισ. ευρώ σε μονάδες παραγωγής ηλεκρικής

ενέργειας από την ηλιακή.

Η αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για φωτοβολταϊκά συστήματα δεν είναι τυχαία.

Σε λίγες ημέρες κατατίθεται στη Βουλή το νέο θεσμικό πλαίσιο για τις

ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που προωθεί το υπουργείο Ανάπτυξης, το οποίο

εκτιμάται πως εκτός από τα ενισχυμένα κίνητρα που θα προσφέρει για επενδύσεις

σε φωτοβολταϊκά, θα υπόσχεται και ελκυστικότερο περιβάλλον για επενδύσεις στον

τομέα αυτόν.

Τα «αγκάθια»

Για να υλοποιηθούν ωστόσο όλες αυτές οι επενδύσεις, θα πρέπει το νέο

νομοσχέδιο να «ξεριζώσει» τα μεγάλα «αγκάθια» που εξακολουθούν να υπάρχουν

στον χώρο των φωτοβολταϊκών συστημάτων. Το πρώτο «αγκάθι» αφορά το γεγονός ότι

η τιμή στην οποία πωλείται σήμερα στον ΔΕΣΜΗΕ η παραγόμενη ενέργεια από

φωτοβολταϊκά συστήματα είναι εξαιρετικά χαμηλή και δεν καθιστά βιώσιμη μια

επένδυση. Τα 68 ευρώ ανά μεγαβατώρα (ισχύουν εδώ και περίπου… 20 χρόνια)

είναι – κατά κοινή ομολογία τόσο των επιχειρηματιών όσο και του υπουργείου –

αποτρεπτική τιμή για προσέλκυση ελληνικών ή ξένων επενδύσεων. Το αρχικό σχέδιο

που παρουσίασε το ΥΠΑΝ περιελάμβανε αρκετά ικανοποιητικές τιμές για την πώληση

στον ΔΕΣΜΗΕ της ηλιακής κιλοβατώρας, οι οποίες μάλιστα ήταν στα ίδια επίπεδα

με τις τιμές που ισχύουν σε άλλες χώρες (π.χ. Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία). Από

το τελικό προσχέδιο, ωστόσο, που παρουσιάστηκε προ ολίγων εβδομάδων,

απουσίαζαν παντελώς οι προτάσεις για τιμολόγηση της παραγόμενης ενέργειας,

γεγονός που προξένησε σωρεία αντιδράσεων στις εταιρείες του κλάδου και

ανάγκασε το υπουργείο να το αποσύρει.

Το δεύτερο «αγκάθι» αφορά τις διαδικασίες αδειοδότησης για φωτοβολταϊκά

συστήματα, οι οποίες παραμένουν γραφειοκρατικές, αφού ακόμη και για μια μικρή

επένδυση – της τάξεως των 50 MW – η επιχείρηση θα πρέπει να έχει άδεια,

γεγονός που μεταφράζεται σε εξάμηνη τουλάχιστον ταλαιπωρία.

Ουραγός η Ελλάδα

Μπορεί η Ελλάδα να έχει μέση ηλιοφάνεια κατά 50% περισσότερη από όση η

Γερμανία για παράδειγμα, ωστόσο παραμένει ουραγός στην E.E. σε εγκατεστημένη

ισχύ. Όπως επισημαίνει στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ο κ. Στέλιος Ψωμάς, σύμβουλος του

Συνδέσμου Εταιρειών Φωτοβολταϊκών, στο τέλος του 2005 τα συστήματα αυτά στην

Ελλάδα δεν ξεπερνούσαν τα 5,44 MW (περίπου το 0,1% της παγκόσμιας αγοράς, η

οποία υπερβαίνει πλέον τα 5.000 MW), και από αυτά μόλις το 15% αφορούσε

διασυνδεδεμένους σταθμούς με το δίκτυο της ΔΕΗ. Τα υπόλοιπα είναι αυτόνομα

συστήματα, δείγμα μιας ανώριμης ακόμη αγοράς. Άλλες χώρες, ωστόσο, με πολύ

λιγότερη ηλιοφάνεια από την Ελλάδα, πέρυσι έκαναν άλματα. Το 2005 στη Γερμανία

εγκαταστάθηκαν 1.000 φορές περισσότερα φωτοβολταϊκά συστήματα από όσα στην

Ελλάδα. Στήθηκαν, συγκεκριμένα, σταθμοί συνολικής ισχύος 837 MW, που

αντιπροσωπεύουν το 57% της συνολικής ισχύος που εγκαταστάθηκε το 2005 σε όλο

τον κόσμο (!), έναντι μόλις… 0,9 MW στην Ελλάδα.