Σε… Ελντοράντο για ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις από τον χώρο της

ενέργειας, αλλά και των κατασκευών έχει αναδειχθεί η ελληνική αγορά αιολικών

πάρκων. Το ενδιαφέρον για επενδύσεις έχει ενταθεί το τελευταίο διάστημα και

εκδηλώνεται με μια σειρά από κινήσεις. H ισπανική Iberdrola, από τους

κορυφαίους ομίλους ενέργειας διεθνώς, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι σκοπεύει να

επενδύσει στην Ελλάδα 1 δισ. ευρώ, μέσα στην επόμενη τριετία, σε ηλεκτρισμό

και αιολικά πάρκα. Ο ρωσικός κολοσσός της Gazprom δεν κρύβει το ενδιαφέρον του

για την ανάπτυξη αιολικών πάρκων στη χώρα, ενώ προ ημερών οι όμιλοι Κοπελούζου

και Σαμαρά ανακοίνωσαν ένα μεγαλόπνοο επενδυτικό σχέδιο, ύψους 700 εκατ. ευρώ,

για την κατασκευή αιολικών σταθμών στις Κυκλάδες και τη μεταφορά της

παραγόμενης ενέργειας στο ηπειρωτικό σύστημα μέσω υποβρυχίου καλωδίου.

H ξαφνική αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για αιολικά πάρκα δεν είναι τυχαία. Σε

λίγες ημέρες κατατίθεται στη Βουλή το νέο θεσμικό πλαίσιο για τις ανανεώσιμες

πηγές ενέργειας, το οποίο, εκτός από τα ενισχυμένα κίνητρα που θα προσφέρει,

θα υπόσχεται και ένα ελκυστικότερο περιβάλλον για επενδύσεις στον τομέα αυτόν.

Την ίδια ώρα, τα διαθέσιμα «φιλέτα» της αγοράς – δηλαδή οι περιοχές της χώρας

στις οποίες η συχνότητα και η ένταση των ανέμων μπορούν να εξασφαλίσουν τη

λειτουργία των μονάδων για μεγάλο μέρος του έτους (όπως η Εύβοια, οι Κυκλάδες,

η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, η Πελοπόννησος και η Κρήτη) – έχουν περιορισθεί

σημαντικά και η μάχη για την απόκτηση των «καλών θέσεων» γίνεται ακόμη πιο

έντονη.

Ήδη, οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται στον χώρο αυτό, όχι μόνο τυγχάνουν

γενναίας επιχορήγησης από τον Αναπτυξιακό Νόμο (κατά 35% – 40%), αλλά και

εξασφαλίζουν στις επιχειρήσεις αυτές σίγουρη πελατεία: τη ΔΕΗ. Μάλιστα, έπειτα

από την απόσβεση της επένδυσης (σε 8 χρόνια, κατά μέσον όρο) τα έσοδα από την

πώληση της παραγόμενης ενέργειας είναι, στο μεγαλύτερό τους μέρος, σίγουρα

κέρδη.

Αυτοί είναι, άλλωστε, οι λόγοι για τους οποίους ευρωπαϊκοί κολοσσοί, όπως οι

ισπανικές Iberdrola, Gamesa και Cesa (εξαγοράστηκε πρόσφατα από την επίσης

ισπανική Acciona), η γαλλική EDF και η γερμανική Enercon, μαζί με

κατασκευαστές ανεμογεννητριών, όπως η δανέζικη Vestas, οι γερμανικές Siemens,

Enercon και Nordex, αλλά και οι ελληνικοί όμιλοι, όπως οι X. Ρόκας (ελέγχεται

από την Iberdrola), ΓΕΚ-TEPNA, Κοπελούζου, Μυτιληναίου και Ελληνικής

Τεχνοδομικής προετοιμάζουν το έδαφος για ακόμη μεγαλύτερες επενδύσεις στην

ελληνική αγορά αιολικής ενέργειας.

«Αθέμιτος ανταγωνισμός»

Ενδεικτικός της μάχης που μαίνεται είναι και ο «αθέμιτος ανταγωνισμός» που

επικρατεί σε ό,τι αφορά τον εντοπισμό των περιοχών-φιλέτων: Υπάρχουν

περιπτώσεις που μια επιχείρηση, ενώ έχει ήδη πραγματοποιήσει πολύμηνες

μετρήσεις του αιολικού δυναμικού μιας περιοχής (μια σοβαρή επένδυση απαιτεί

τουλάχιστον μετρήσεις διάρκειας 1,5 έτους), προκειμένου να στήσει ένα αιολικό

πάρκο, διαπιστώνει ξαφνικά ότι κάποια ανταγωνίστρια εταιρεία, χωρίς να μπει

στον κόπο των μετρήσεων, έχει ήδη καταθέσει αίτηση για την ίδια περιοχή!

Πάνω από 1 δισ. ευρώ

Τα τελευταία 15 χρόνια έχουν επενδυθεί, από ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις,

στην αγορά αιολικών πάρκων πάνω από 600 εκατομμύρια ευρώ, ενώ στην περίπτωση

που ενεργοποιηθούν όλες οι άδειες που έχουν δοθεί, μαζί με αυτές που

βρίσκονται σε φάση αξιολόγησης, οι επενδύσεις που θα γίνουν τα επόμενα χρόνια

θα ξεπεράσουν το 1 δισ. ευρώ. Για να υλοποιηθούν, ωστόσο, όλες αυτές οι

επενδύσεις, θα πρέπει το νέο νομοσχέδιο να «ξεριζώσει» τα δύο μεγάλα «αγκάθια»

που εξακολουθούν να υπάρχουν στον χώρο αυτόν. Το πρώτο «αγκάθι» αφορά τα

σοβαρά ελλείμματα που παρουσιάζει το δίκτυο διασύνδεσης των περιοχών που έχουν

πλούσιο αιολικό δυναμικό (Εύβοια, Έβρος, Κυκλάδες) με το σύστημα

ηλεκτροδότησης της χώρας, πράγμα που καθιστά απαγορευτική τη δημιουργία

αιολικών πάρκων. Το δεύτερο είναι η έλλειψη εθνικού χωροταξικού σχεδίου,

πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα ο ιδιώτης επενδυτής να παίρνει την άδεια από την

Τοπική Αυτοδιοίκηση και εν συνεχεία να «μπλοκάρεται» στο Συμβούλιο της

Επικρατείας, κατόπιν προσφυγών ιδιωτικών και δημόσιων φορέων που εγείρουν

ιδιοκτησιακά δικαιώματα.

Οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες

Όπως επισημαίνει στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ο κ. Γιώργος Περιστέρης, πρόεδρος του

Ελληνικού Συνδέσμου Ηλεκτροπαραγωγών από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, «τα

οφέλη από τη δημιουργία αιολικών πάρκων για τις τοπικές κοινωνίες, όσον αφορά

την απασχόληση, είναι πολύ σημαντικά. Τα στοιχεία που διαθέτει ο Σύνδεσμος

δείχνουν ότι κάθε αιολικό πάρκο ισχύος 50 MW που δημιουργείται, προσφέρει

μόνιμη απασχόληση σε τουλάχιστον 13-16 άτομα στη φάση της κατασκευής και σε

άλλα 6-10 άτομα στη φάση της λειτουργίας και συντήρησης, με την πλειονότητα να

είναι ντόπιοι. Θέσεις εργασίας δημιουργούνται και σε ό,τι αφορά την

κατασκευή-συναρμολόγηση μεγάλων τμημάτων του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού

των έργων αυτών, όπως είναι οι πυλώνες των ανεμογεννητριών, οι μετασχηματιστές

και οι πίνακες ελέγχου που κατασκευάζονται στην Ελλάδα.

Στον χώρο δραστηριοποιούνται ήδη δύο ελληνικές εταιρείες: η Ρόκας, που

διαθέτει εργοστάσιο κατασκευής τμημάτων αιολικών πάρκων στην Τρίπολη, και η

ΒΙΟΜΕΚ, με δική της μονάδα στο Αλιβέρι, ενώ το παράδειγμά τους ετοιμάζονται να

ακολουθήσουν και άλλες ελληνικές εταιρείες. Οι προοπτικές είναι τεράστιες,

όπως σημειώνει, άλλωστε και έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής («Wind Energy: The

Facts», Φεβρουάριος 2004), σύμφωνα με την οποία για κάθε 50 MW εγκατεστημένης

αιολικής ενέργειας δημιουργούνται τουλάχιστον 750-950 νέες θέσεις εργασίας,

κυρίως στη βιομηχανική παραγωγή του απαιτούμενου ηλεκτρομηχανολογικού

εξοπλισμού. Όμως, παρά τα θετικά βήματα που γίνονται στον τομέα της κατασκευής

τμημάτων αιολικών πάρκων στην Ελλάδα, υπάρχουν και τα αρνητικά παραδείγματα.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση γνωστής γερμανικής βιομηχανίας, η οποία πριν

από τέσσερα χρόνια επιχείρησε να δημιουργήσει εργοστάσιο μηχανολογικού

εξοπλισμού για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά λόγω της γραφειοκρατίας

προτίμησε να το φτιάξει – όπως και έγινε – στη γειτονική Τουρκία.

Ουραγός η Ελλάδα

Μπορεί η Ελλάδα να διαθέτει από τα πιο πλούσια αιολικά δυναμικά, όμως

παραμένει ουραγός στην E.E. σε εγκατεστημένη ισχύ. Τα αιολικά πάρκα στην

Ελλάδα δεν ξεπερνούν τα 615 MW και το σύνολο των έργων από ανανεώσιμες πηγές

ενέργειας τα 700 MW (μόλις το 10% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας), ενώ –

όπως ανέφερε πρόσφατα ο υπουργός Ανάπτυξης Δημήτρης Σιούφας – στόχος είναι ώς

το τέλος του 2008 να φθάνει τα 1.000 MW. Οι επιδόσεις αυτές κατατάσσουν την

Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της ευρωπαϊκής κατάταξης, στην οποία προηγείται

η Γερμανία με περίπου 17.000 MW και ακολουθούν η Ισπανία (8.263 MW), η Δανία

(3.117 MW), η Ιταλία (1.125) και η Ολλανδία (1.078).

Τα πρόστιμα

Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κιότο (το οποίο έχει προσυπογράψει και η Ελλάδα)

ώς το 2010 θα πρέπει το 20% της συνολικής παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας να

προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο στόχος αυτός είναι πρακτικά

αδύνατον να επιτευχθεί, αφού ακόμη και οι εκτιμήσεις της Ρυθμιστικής Αρχής

Ενέργειας για το 2010 κάνουν λόγο για 1.386 MW (ποσοστό 13,8% επί του συνόλου

της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα). H αποτυχία της Ελλάδας να

πιάσει τον στόχο του 20% θα της κοστίζει (είτε σε πρόστιμα είτε σε αναγκαστική

αγορά πρόσθετων δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων) πάνω από 100 εκατ. ευρώ τον χρόνο,

από το 2010 και μετά! Όπως, μάλιστα, αναφέρει ο διευθύνων σύμβουλος της Cesa

Hellas Βασίλης Πιτούλης, «οι μεγάλοι όμιλοι που εισέρχονται στον χώρο των

αιολικών πάρκων δεν ενδιαφέρονται μόνο για τα κέρδη από την παραγωγή, αλλά και

για τη μείωση των επιβαρύνσεών τους από τα υπέρογκα πρόστιμα που υποχρεούνται

να πληρώνουν κάθε χρόνο για το διοξείδιο του άνθρακα που εκπέμπουν».

Δέκα μεγαβάτ φέρνουν ετήσια καθαρά κέρδη 676.000 ευρώ

Ένα αιολικό πάρκο ισχύος 10 μεγαβάτ έχει κόστος κατασκευής γύρω στα 10 εκατ.

ευρώ. Εδώ θα πρέπει να συνυπολογίσει, όμως, κανείς και την επιχορήγηση του

επενδυτή, που είναι είτε 30% μέσω του Γ’ ΚΠΣ (ΕΠΑΝ), είτε 35% – 40% αν

επιλέξει την οδό του Αναπτυξιακού Νόμου. Ο χρόνος απόσβεσης της επένδυσης

είναι, κατά μέσον όρο, τα 8 χρόνια και η παραγόμενη ενέργεια πωλείται στη ΔΕΗ

μέσω του ΔΕΣΜΗΕ, ο οποίος αγοράζει προς 68 ευρώ τη μεγαβατώρα που παράγεται

από αιολική ενέργεια, την ίδια στιγμή που η ΔΕΗ πουλάει τη δική της μεγαβατώρα

στους καταναλωτές προς περίπου 45 ευρώ. Δηλαδή, πέραν της επιχορήγησης που

παρέχεται στην κατασκευή αιολικών πάρκων μέσω του Αναπτυξιακού Νόμου ή του

Τρίτου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, και οι καταναλωτές με τη σειρά τους

«επιδοτούν» τις επενδύσεις αυτές, μέσω του «Τέλους υπέρ Ανανεώσιμων Πηγών

Ενέργειας (ΑΠΕ)» που πληρώνουν στους λογαριασμούς του ρεύματος.

Στο παράδειγμά μας τα ετήσια έσοδα που μπαίνουν στα ταμεία της επιχείρησης από

την παραγόμενη ενέργεια των 10 MW είναι ύψους 1,2 εκατ. ευρώ. Από αυτά πρέπει

να αφαιρεθούν το κόστος συντήρησης μηχανών, τα έξοδα προσωπικού και το τέλος

2% που καταβάλει κάθε επενδυτής στον οικείο δήμο, τα οποία φτάνουν περίπου τα

524.000 ευρώ. Άρα τα ετήσια καθαρά κέρδη της επιχείρησης, μετά φυσικά την

απόσβεση της επένδυσης, είναι 676.000 ευρώ.



Πρωταγωνιστές, μεγάλοι ελληνικοί όμιλοι και ξένοι κολοσσοί

Την πρώτη θέση στην Ελλάδα σε εγκατεστημένη ισχύ από αιολικά πάρκα κατέχει ο

όμιλος εταιρειών Ρόκα (ελέγχεται κατά 49,9% από την Iberdrola) με 12 αιολικά

πάρκα, ισχύος 188,5 MW. Ακολουθεί η TEPNA Ενεργειακή, μέλος του ομίλου

ΓΕΚ-TEPNA, η οποία – σύμφωνα με στοιχεία που δίνει – θα διαθέτει μέχρι το

τέλος του 2006 αιολικά πάρκα, συνολικής ισχύος 170 MW.

Ισχυρή παρουσία στην αγορά αιολικών πάρκων έχει και ο όμιλος Κοπελούζου που,

όπως ανακοίνωσε, διαθέτει μαζί με τον όμιλο Σαμαρά εγκατεστημένη ισχύ σε

αιολικά πάρκα 70 MW και άδειες για άλλα 100 MW. Σημαντικό κομμάτι της πίτας

στην αιολική ενέργεια διεκδικεί και ο όμιλος της Ελληνικής Τεχνοδομικής, ο

οποίος αυτή τη στιγμή διαθέτει πάρκα συνολικής ισχύος 24 MW και τη μοναδική

στην Ελλάδα μονάδα παραγωγής ενέργειας από βιοαέριο (από απορρίμματα), ισχύος

14 MW.

Άδειες αιολικών πάρκων ισχύος πάνω από 100 MW έχει στα χέρια του και ο όμιλος

Μυτιληναίου, ο οποίος βρίσκεται σε φάση υλοποίησης ορισμένων από τα πάρκα

αυτά. Τα τελευταία χρόνια εισήλθαν στην εγχώρια αγορά, πέραν της Iberdrola,

και οι όμιλοι της γαλλικής EDF, των ισπανικών Cesa και Gamesa, αλλά και της

γερμανικής Enercon, οι οποίοι εξαγόρασαν υπάρχουσες ήδη άδειες στις περιοχές

της Αχαΐας, της Κρήτης και της Αργολίδας.

Στον χώρο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αποφάσισε να αποκτήσει πιο δυναμική

παρουσία και η ΔΕΗ, μέσω της θυγατρικής της, ΔΕΗ – Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.