Στην έρευνα. Οι γυναίκες που μείωσαν τα λιπαρά στη διατροφή τους εμφάνισαν τα

ίδια ποσοστά καρκίνου και στεφανιαίας νόσου με τις γυναίκες που δεν μείωσαν

την πρόσληψη λιπών

Στις αρχές του 19ου αιώνα, μία ήταν η θεραπεία για την παχυσαρκία: η μικρή σε

ποσότητα υδατανθράκων διατροφή. Από τότε μέχρι σήμερα, η σύνδεση ασθένειας –

διατροφής είναι παρούσα. «Είναι μια από τις βασικές αρχές – περισσότερο κι από

αρχή μάλιστα, είναι κανόνας – της αμερικανικής κουλτούρας και υπαγορεύει πως

ό,τι καταναλώνουμε επηρεάζει την υγεία μας», επισημαίνει ο Τζέιμς Μόρον,

καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μπράουν. «Στηρίζεται στην ιδέα

ότι ελέγχουμε τη μοίρα μας και ποτέ δεν είναι αργά να αναδομήσουμε τον εαυτό

μας… Αν φάμε ή πιούμε ή εισπνεύσουμε λάθος πράγματα, αρρωσταίνουμε. Αν όχι,

είμαστε υγιείς».

Δύσκολα ανατρέπονται οι κανόνες που άντεξαν τόσα χρόνια. Ίσως έτσι να

εξηγείται η κριτική και η δυσπιστία που προκάλεσε την περασμένη εβδομάδα η

μελέτη, σύμφωνα με την οποία η φτωχή σε λιπαρά διατροφή μπορεί να μην

αποτρέπει την ανάπτυξη καρκίνου στον μαστό, στο κόλον ή τη στεφανιαία νόσο.

Στην έρευνα συμμετείχαν 49.000 γυναίκες. Οκτώ χρόνια μετά την έναρξη της

έρευνας, η ομάδα των γυναικών που μείωσε τα λιπαρά στη διατροφή βρέθηκε να

έχει τα ίδια ποσοστά καρκίνου και στεφανιαίας νόσου σε σύγκριση με τις

γυναίκες που δεν μείωσαν την πρόσληψη λιπών. Επίσης το βάρος των γυναικών των

δύο ομάδων δεν παρουσίασε διαφορές.


Τα αδύνατα σημεία

Στα… σκουπίδια; H αμφιλεγόμενη έρευνα δείχνει ότι η φτωχή σε λιπαρά

διατροφή μπορεί να μην αποτρέπει την ανάπτυξη ασθενειών όπως πιστεύεται ευρέως

Υπήρχαν ωστόσο κάποιοι περιορισμοί στην έρευνα, που για τους επικριτές της

ταυτίζονται με τα αδύναμά της σημεία: Μόνο το 31% των γυναικών που μείωσαν τα

λιπαρά έφτασαν στον στόχο τους, που ήταν 20% λιπαρά ετησίως. Και στην έρευνα

δεν εξετάστηκαν χωριστά τα κακά λίπη, όπως τα κορεσμένα – δηλαδή αυτά που

αυξάνουν τα επίπεδα χοληστερόλης – και τα καλά, όπως αυτά που βρίσκονται στα

λαχανικά. Αν γινόταν αυτό, τότε τα αποτελέσματα ίσως να ήταν διαφορετικά,

επισημαίνουν κάποιοι ειδικοί. «Ο τρόπος της ζωής ξεπερνά τις μικρές διαφορές

στα κορεσμένα λίπη», επισήμανε ο δρ Ρόμπερτ Έκελ, πρόεδρος της Αμερικανικής

Ένωσης για την Καρδιά. «Δεν είμαστε ανόητοι», απάντησε ο δρ Ζακ Ρόσοου, ο

οποίος συμμετείχε στην έρευνα «Πρωτοβουλία για την Υγεία των Γυναικών»: «Μας

λένε ότι διαλέξαμε λάθος είδος λιπών, όμως τα γνωρίζαμε όλα αυτά… Ήταν

κυρίως μια έρευνα για τον καρκίνο, γι’ αυτό και μιλήσαμε συνολικά για το

λίπος».

Ασαφές συμπέρασμα

Οι επιστήμονες δεν κατέληξαν σε σαφές συμπέρασμα. Ήταν όμως μια έρευνα που

έθεσε και πάλι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος την άποψη που μας θέλει ικανούς

να ελέγχουμε την εξέλιξη της υγείας μας ελέγχοντας το τι τρώμε. H ιστορία

επαναλαμβάνεται, λένε οι επιστήμονες. Λίγο μετά την «καταδίκη» των

υδατανθράκων, ο Αμερικανός Σιλβέστερ Γκράχαμ παρότρυνε για την κατανάλωση

απλών τροφών (π.χ. λαχανικά και φρούτα) και νερού. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα

κρέατα, τα καρυκεύματα, ο καφές και το αλκοόλ κάνουν τον άνθρωπο λαίμαργο. H

επιβράβευση, υποσχόταν ο Γκράχαμ, θα ερχόταν με τη μορφή της ιδανικής

κατάστασης της υγείας.

«Μασάτε κάθε μπουκιά σας μέχρι τέλους!»

ΤΕΛΗ TOY 19ου ΑΙΩΝΑ, ο Οράτιος Φλέτσερ, ένας πλούσιος Αμερικανός

επιχειρηματίας, πρότεινε κάτι το ανατρεπτικό. «Φάτε μόνο όταν πεινάτε. Μόνο

αυτά που θέλετε. Σταματάτε όταν χορταίνετε και… μασάτε κάθε μπουκιά μέχρι να

μην υπάρχει πια γεύση σ’ αυτή». Ο Φλέτσερ ήταν 40 ετών, με αρκετό περιττό

βάρος και σε απόγνωση. H συγκεκριμένη διατροφή, είπε, του έσωσε τη ζωή. Σε

ηλικία 68 ετών, όμως, πέθανε από καρδιακή προσβολή. Το διατροφικό πρότυπο που

ακολούθησε παραμένει γνωστό μέχρι τις μέρες μας: το μέτρημα των θερμίδων.

Σχεδόν ταυτόχρονα, άρχισε να εδραιώνεται και η άποψη ότι τα λίπη κάνουν κακό

και ότι η φτωχή σε λιπαρά διατροφή πολύ πιθανό να προστατεύει από αρκετές

ασθένειες. Αυτό ήταν και το έναυσμα για τη δημιουργία μιας νέας βιομηχανίας

προϊόντων με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά.