Για πρώτη φορά από την έναρξη της εκδίκασης της έφεσης παρενέβη ο Κώστας

Καρατσώλης λέγοντας ότι τα όσα υπέγραψε κατά την προανάκριση «είναι εξ

ολοκλήρου κατασκευασμένα από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία». «Οι απειλές για

Γκουαντάναμο και για τη ζωή μου, ότι θα σαπίσω στη φυλακή», συμπλήρωσε, «η

αϋπνία, η κόπωση, όλα αυτά μ’ έκαναν να συναινέσω, με μεγάλη ευκολία, χωρίς

καμία βούληση, σε ό,τι μου έλεγαν».

Τις συνθήκες κράτησής του, τις πρώτες μέρες της σύλληψής του, περιέγραψε ο

Βασίλης Τζωρτζάτος υποστηρίζοντας ότι υπέστη ψυχικά και σωματικά βασανιστήρια

και πως του χορήγησαν ψυχοτρόπες ουσίες με συνέπεια – όπως τόνισε – να υποστεί

σοβαρή βλάβη η υγεία του: «Είμαι ο μοναδικός κρατούμενος σ’ αυτή την υπόθεση

που βασανίστηκε με άγριους και συνεχείς ξυλοδαρμούς», είπε επικαλούμενος

πρωτόδικες καταθέσεις συγκατηγορουμένων του. Ο Βασίλης Τζωρτζάτος κατέθεσε ότι

οι άνδρες της Αντιτρομοκρατικής τον κτυπούσαν με γκλομπς, γροθιές και

κλωτσιές, του ζητούσαν να δώσει πληροφορίες για τους Φώτη, Λάμπρο, Σαρδανάπαλο

και Νικήτα που – όπως κατάλαβε πολύ αργότερα – εννοούσαν τους Θεολόγο

Ψαραδέλλη, Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, Γιάννη Σερίφη και Νίκο Παπαναστασίου.

Για «χορήγηση ψυχοφαρμάκων μέσα σ’ έναν κυκεώνα κίτρινων ατμών και

παραισθήσεων» έκανε λόγο ο Σάββας Ξηρός.

Σε γραπτή δήλωσή του, την οποία διάβασε ο αδελφός του Χριστόδουλος, υποστήριξε

ότι τις μέρες της νοσηλείας του στον Ευαγγελισμό «έγιναν εικονικές εκτελέσεις

και βάναυσες ανακρίσεις, με την παρουσία και υποστήριξη ξένων πρακτόρων και

ομάδας ψυχιάτρων, ταυτόχρονα με τους Σύρο και Διώτη, θέτοντας στην υπηρεσία

τους τον ιατρικό μου φάκελο και τις δυνατότητες της εντατικής μονάδας».

Απειλές κατά της ζωής του δήλωσε ότι δέχθηκε εκείνη την περίοδο και ο

Χριστόδουλος Ξηρός.