Τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα γίνεται πολλή συζήτηση για το «Μνημόνιο κατά

του Κομμουνισμού». Δεν πρόκειται για μνημόνιο, αλλά για ψήφισμα με τον

χαρακτήρα «σύστασης» (δηλαδή όχι εκτελεστής ή υποχρεωτικής πράξης) από ένα

δευτερεύον όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης, την Κοινοβουλευτική Συνέλευση.

Παρά ταύτα, το κείμενο αυτό μπορεί δυνητικά να κάνει μεγάλη ζημία.

Μία σειρά από λόγοι καθιστούν την πρωτοβουλία αυτή από στενόμυαλη ώς

απαράδεκτη και επικίνδυνη, όπως έχει ήδη επισημανθεί (βλέπε π.χ. άρθρο A.

Ελεφάντη, στην Αυγή, 8/1/2006 και ιστοσελίδα www.no2anticommunism.org). Τα περί

ευρωπαϊκού Μακαρθισμού, που έχουν τονίσει άλλοι, δεν θα τα επαναλάβω. Εδώ θα

σταθώ σε τέσσερα σημεία.

Κατ’ αρχάς, το ψήφισμα επιχειρεί να παρέμβει σε αλλότριους χώρους πιο

συγκεκριμένα, στον χώρο της επιστημονικής έρευνας, η οποία αναζητά την

ιστορική αλήθεια. Επιπλέον, το όλο θέμα αφορά κατά μείζονα λόγο τις χώρες και

τους λαούς που έζησαν την εμπειρία αυτή και είναι οι αρμοδιότεροι να την

κρίνουν.

Δεύτερον, ο κομμουνισμός δεν μπορεί να εξισωθεί με τον φασισμό και ειδικότερα

με τον ναζισμό. Ο ναζισμός, ως πολιτική και ιδεολογία του ακραίου ρατσισμού

και της ξενοφοβίας, οδηγούσε νομοτελειακά σε ολοκαυτώματα με «φυλετικά» ή

εθνοτικά κριτήρια, με πρώτα και πολυπληθέστερα θύματα τους Εβραίους και τους

Ρομά (Τσιγγάνους), και στη συνέχεια τους Σλάβους και άλλους. Αποτελούσε δηλαδή

την ιδεολογική και θεωρητική βάση της γενοκτονίας. Τα φοβερά εγκλήματα του

Στάλιν δεν είχαν τέτοιο σκεπτικό και πάντως καμία αντίστοιχη θεωρητική ή

ιδεολογική στήριξη. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι οι πανταχού της γης σκεπτόμενοι

σοσιαλιστές ή κομμουνιστές καταδίκασαν τα εγκλήματα του Στάλιν και του Μάο,

όχι μόνο ως τρομερά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας αλλά και ως ύβρη στην

φιλοσοφία και τα ιδανικά του σοσιαλισμού (ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη,

ανατροπή του δυνάστη). Ως γνωστόν τα κατ’ εξοχήν θύματα του Στάλιν ήταν οι

επιφανείς κομμουνιστές ηγέτες, πολιτικοί, θεωρητικοί και στρατιωτικοί (βλ. το

έξοχο έργο του Νικήτα Μιχάλκοφ «Ψεύτης Ήλιος»). Δεν είναι τυχαίο ότι στη χώρα

μας πολλοί απληροφόρητοι αριστεροί, ειδικά στον χώρο του KKE, αδυνατούν ακόμη

και σήμερα να πιστέψουν ότι τα διέπραξε ο Στάλιν, ακριβώς επειδή όλα αυτά δεν

συνάδουν με το όραμα του σοσιαλισμού.

Τρίτον, σε επίπεδο θεωρίας και ιδεολογίας δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο

Μαρξισμός-Λενινισμός αποτελούσε και αποτελεί οπτική που δίνει έμφαση στην

ταξική πάλη και ως τέτοια αποτελεί μία θεώρηση συγκρουσιακή, όχι βέβαια με τον

«φυλετικά» ή εθνοτικά Άλλο, αλλά με τους ισχυρούς της Γης, με τους δυνάστες

και εκμεταλλευτές (εσωτερικά τους ταξικούς, διεθνώς τους ιμπεριαλιστές).

Επίσης, ο μαρξισμός στην αρχική του μορφή – και αργότερα με τη σχολή του

δομικού μαρξισμού (Αλτουσέρ, Πουλαντζάς) – τείνει προς την επαναστατική οδό ως

την αποτελεσματικότερη για να επέλθει η ποθητή αλλαγή προς τη δίκαιη αταξική

κοινωνία. Όμως η επαναστατική βία σε ορισμένες ιστορικές στιγμές δεν αποτελεί

έγκλημα. Ας σκεφτούμε τη Γαλλική Επανάσταση – τέκνο της οποίας είναι και ο

σοσιαλισμός και οι απελευθερωτικοί αγώνες, αρχής γενομένης με την Ελληνική

Επανάσταση. Βεβαίως, στο όνομα μίας συγκεκριμένης ρητορείας ή και ερμηνείας

της πάλης του προλεταριάτου έχουν αναίτια δικαιολογηθεί από ορισμένους

αριστερούς και πράξεις βίας, όπως αυτές του Στάλιν, υπό το πρόσχημα ότι ο

σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ωστόσο, επανερχόμενοι στη διαφορά κομμουνισμού –

ναζισμού, στη δεύτερη περίπτωση δεν πρόκειται για «τα μέσα» αλλά για τον ίδιο

τον σκοπό: οι Άλλοι, πλην των «Αρίων», είναι «υπάνθρωποι», θα πρέπει να

εξαφανιστούν ή να γίνουν «υπηρέτες».

Τέταρτον, οι ουσιαστικές αλλαγές που επιδίωξαν τόσο οι Τσεχοσλοβάκοι, επί

Ντούμπτσεκ, οι Σοβιετικοί επί Γκορμπατσώφ ή οι Κινέζοι έγιναν, ειλικρινώς, εν

ονόματι του κομμουνισμού και μίας πιο γνήσιας, πιο σύγχρονης ερμηνείας του

σοσιαλισμού-κομμουνισμού και όχι στο όνομα κάποιας άλλης ιδεολογίας.

Επιπρόσθετα, μετά τον Λένιν η συντριπτική πλειοψηφία των σοβαρών μαρξιστών

θεωρητικών, από τον Λούκατζ και τη Σχολή της Φρανκφούρτης, έως τους Βρετανούς,

τους Γάλλους, Ιταλούς και άλλους μαρξιστές, είχε ταχθεί αναφανδόν κατά του

υπαρκτού σοσιαλισμού τύπου ΕΣΣΔ, τον οποίο στιγμάτιζαν ως παρωδία και

διαστρέβλωση του σοσιαλιστικού ιδεώδους.

Τέλος, εκτός από τη φανερή ατζέντα του ψηφίσματος αυτού, υπάρχει και η κρυφή

του ατζέντα που είναι εξίσου καταδικαστέα: (α) η προσπάθεια σχετικοποίησης των

εγκλημάτων των Ναζί, ειδικά σε σχέση με το Ολοκαύτωμα των 6.000.000 Εβραίων,

(β) η προσπάθεια δαιμονοποίησης των Ρώσων συλλήβδην, με στόχο τη μείωση της

επιρροής και εμβέλειας της Ρωσίας και των Ρώσων γενικά στον διεθνή πολιτισμό

και στο διεθνές γίγνεσθαι.

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και ανάλυσης

συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου

Πανεπιστημίου.