Υποθέτω ότι πρέπει να είναι ένδειξη ότι έχεις φτάσει σε μία κάποια ηλικία,

όταν, παρ’ ότι το 2 ακόμα αποτελεί το πρώτο ψηφίο της ηλικίας σου,

συγκεκριμένα πρόσωπα που έχεις συναντήσει και ξανασυναντήσει στην

επαγγελματική σου πορεία, μοιάζουν άρρηκτα δεμένα με τους φόβους, τις ελπίδες

και τα όνειρά σου. Είναι κομμάτι αυτού που ήσουν και αυτού που έγινες. Κάπως

έτσι συμβαίνει με μένα και με την περίπτωση του διάσημου οικονομολόγου και

στοχαστή Τζέρεμι Ρίφκιν, που σήμερα βρίσκεται στην Αθήνα προσκεκλημένος του

MegaronPlus. Όταν του πρωτοπήρα συνέντευξη το 1997, δεν είχε ακόμα

καταλαγιάσει στην Αμερική ο σάλος για το βιβλίο που είχε γράψει το 1995 με

τίτλο «Το Τέλος της Εργασίας». Το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ. H ίδια

διορατικότητα και επιτυχία χαρακτήρισε και τα μετέπειτα βιβλία του: τον «Αιώνα

της Βιοτεχνολογίας», την «Εποχή της Πρόσβασης», την «Οικονομία του Υδρογόνου».

Όλα όμως έπεσαν στο κενό. Οι προειδοποιήσεις και προτάσεις του Ρίφκιν που

διαρκώς βρίσκεται ένα βήμα μπροστά απ’ όλους, δεν μας ταρακούνησαν από την

συχνά μίζερη πεπατημένη. Γι’ αυτό και εγώ, το ομολογώ, πτοήθηκα. Βλέποντας το

απολύτως υλοποιήσιμο και εμπνευσμένο όραμα του Ρίφκιν για μία καλύτερη

πραγματικότητα για όλους μας, να παραγκωνίζεται χάριν του τίποτε, απλώς

εξαιτίας μιας διάχυτης μιζέριας και στενομυαλιάς, έπαψα πια να αντιστέκομαι.

Αφέθηκα να πιστέψω ότι αληθινή αντίσταση στο φαύλο ή το μικρό δεν υπάρχει,

αφέθηκα ακόμα και στην ύπουλη εκείνη θεώρηση ότι όλα είναι σχετικά και τίποτε

δεν μένει.

Κάποια στιγμή όμως, δεν αντιλήφθηκα ακριβώς πότε, έπαψα να πτοούμαι από τους

δαίμονες της καθημερινότητάς μου. Κάπως έτσι, ο Ρίφκιν και όλα όσα σημαίνει

για μένα, αναστηλώθηκε μέσα μου. Και μου ξαναθυμίζει μία, εδώ και πολλά χρόνια

ξεχασμένη αίσθηση, ότι όλα είναι ουτοπία μέχρι να τα πετύχουμε, και ότι τα

οράματα είναι σαν τους ανθρώπους: ζουν μονάχα εάν παλέψεις γι’αυτά.